-
1 οικοδομη
ἥ1) здание, строение2) назидание, наставление(εἰς ἀλλήλους NT.)
3) зодчество(Λεσβία Arst. - v. l. οἰκοδομία)
-
2 οἰκοδομή
ἡ οἰκοδομή 1. строительство, созидание; 2. богостроительство; ≃ назидание (ср. лат. aedificatio, нем. Erbauung) -
3 οἰκοδομή
{сущ., 18}строение, созидание, здание; перен. назидание.Ссылки: Мф. 24:1; Мк. 13:1, 2; Рим. 14:19; 15:2; 1Кор. 3:9; 14:3, 5, 12, 26; 2Кор. 5:1; 10:8; 12:19; 13:10; Еф. 2:21; 4:12, 16, 29.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > οἰκοδομή
-
4 οικοδομή
{сущ., 18}строение, созидание, здание; перен. назидание.Ссылки: Мф. 24:1; Мк. 13:1, 2; Рим. 14:19; 15:2; 1Кор. 3:9; 14:3, 5, 12, 26; 2Кор. 5:1; 10:8; 12:19; 13:10; Еф. 2:21; 4:12, 16, 29.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > οικοδομή
-
5 οἰκοδομὴ
строениеοἰκοδομήΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > οἰκοδομὴ
-
6 οἰκοδομή
строениеοἰκοδομὴΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > οἰκοδομή
-
7 οικοδομή
η1) строение, здание; 2) строительство; стройка; сооружение, постройка (действие);δουλεύω στίς οικοδομές — работать на строительстве
-
8 οἰκοδομή
строение, созидание, здание; перен. назидание.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > οἰκοδομή
-
9 οικοδομή
[икодоми] ουσ θ строительство, постройка. -
10 Λεσβιος
-
11 αποπερατώνω
[-ώ (ο)] (αόρ. απεπεράτωσα и αποπεράτωσα) μετ. завершать, заканчивать; класть конец (чему-л.);αποπερατώνωώνομαι [-ούμαι] — завершаться, заканчиваться;
η οικοδομή αποπερατώνωώθηκε — дом выстроен
-
12 3619
{сущ., 18}строение, созидание, здание; перен. назидание.Ссылки: Мф. 24:1; Мк. 13:1, 2; Рим. 14:19; 15:2; 1Кор. 3:9; 14:3, 5, 12, 26; 2Кор. 5:1; 10:8; 12:19; 13:10; Еф. 2:21; 4:12, 16, 29.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3619
См. также в других словарях:
οἰκοδομή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικοδομή — η (ΑΜ οικοδομή) [οικοδόμος (Ι)] 1. ανέγερση κτηρίου, οικοδόμηση, κτίσιμο («η οικοδομή θα αρχίσει σε έναν μήνα») 2. το υπό ανέγερση κτήριο 3. οικοδόμημα, κτήριο αρχ. μτφ. 1. η ενέργεια πράξεων που αποσκοπούν στην επίτευξη επωφελών αποτελεσμάτων… … Dictionary of Greek
οικοδομή — η 1. το σπίτι που κατασκευάζεται: Η οικοδομή βρίσκεται στην τοιχοποιία. 2. το τελειωμένο σπίτι, κτίριο, οικοδόμημα: Φόρος οικοδομών. – Παλιά οικοδομή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰκοδομῇ — οἰκοδομέω build a house pres subj mp 2nd sg οἰκοδομέω build a house pres ind mp 2nd sg οἰκοδομέω build a house pres subj act 3rd sg οἰκοδομῆι , οἰκοδομεύς masc dat sg (epic ionic) οἰκοδομή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομῆι — οἰκοδομῇ , οἰκοδομέω build a house pres subj mp 2nd sg οἰκοδομῇ , οἰκοδομέω build a house pres ind mp 2nd sg οἰκοδομῇ , οἰκοδομέω build a house pres subj act 3rd sg οἰκοδομεύς masc dat sg (epic ionic) οἰκοδομῇ , οἰκοδομή fem dat sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικία — Οικοδομή που χρησιμεύει για κατοικία. Βλ. λ. σπίτι. * * * η (ΑΜ οἰκία, Α ιων. τ. οἰκίη, κρητ. και λοκρικός τ. Fοικία) στεγασμένος χώρος ειδικά διαρρυθμισμένος για τη διαμονή τής οικογένειας, εστία τής οικογενειακής ζωής, σπίτι («οἰκίας τε… … Dictionary of Greek
οἰκοδομαῖς — οἰκοδομή fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομαί — οἰκοδομή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομήν — οἰκοδομή fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκή — Μεγαλοπρεπής οικοδομή η οποία ανεγέρθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Αποτελούσε τα προπύλαια και την επίσημη είσοδο των βασιλικών ανακτόρων της Κωνσταντινούπολης, στη βορειοανατολική πλευρά του περιβόλου των ανακτόρων προς την πλατεία του… … Dictionary of Greek
παλάτι — Το ανάκτορο του αυτοκράτορα Αυγούστου που βρισκόταν στον Παλατίνο λόφο. Η αρχική αυτή ερμηνεία του όρου διευρύνθηκε αργότερα και σήμαινε ανάκτορο, μέγαρο. Στα νεότερα χρόνια, με τον όρο παλάτι προσδιορίζεται το βασιλικό ανάκτορο. Τα αρχαιότερα… … Dictionary of Greek