-
1 οικοδομικον
τό Plut. = οἰκοδομική См. οικοδομικη -
2 οικοδομικόν
οἰκοδομικόςskilled in building: masc acc sgοἰκοδομικόςskilled in building: neut nom /voc /acc sg -
3 οἰκοδομικόν
οἰκοδομικόςskilled in building: masc acc sgοἰκοδομικόςskilled in building: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
οἰκοδομικόν — οἰκοδομικός skilled in building masc acc sg οἰκοδομικός skilled in building neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικοδομικός — ή, ό (Α οἰκοδομικός, ή, όν) [οικοδόμος (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικοδομή ή στον οικοδόμο (α. «οικοδομικές επιχειρήσεις» β. «οἰκοδομικὰ ἔργα», πάπ.) 2. αυτός που χρησιμοποιείται για την ανέγερση οικοδομής, κατάλληλος για… … Dictionary of Greek