-
1 οικοδομημένοι
-
2 οἰκοδομημένοι
-
3 οἰκοδομέω
A : but later [dialect] Att. [tense] pf. [voice] Pass.οἰκοδομημένοι IG22.1627.398
:— build a house: generally, build, νεὼν καὶ βωμόν ib.12.24.13 ;νηόν Hdt.1.21
; οἰκίας ib. 114 ; γέφυραν ib. 186 ;πυραμίδας Id.2.101
, cf. Telecl.42 ;[αἱ μέλιτται] οἰ. τὰ κηρία Arist.HA 623b27
: abs., Pl.Chrm. 161e, 165d :—also in [voice] Med., οἰκοδομέεσθαι οἴκημα build oneself a house, have it built, Hdt.2.121.α', cf. 148 ;νεωσοίκους And.3.7
;τείχη Th.7.11
; , etc.: —[voice] Pass., to be built, Hdt.2.126, 127 ; [full] τὰ .b generally, fashion,καταπέτασμα LXX 3 Ki.6.36
.2 metaph., build or found upon,ἔργα ἐπί τι X.Cyr.8.7.15
; .3 metaph., build up, edify, IEp.Cor.8.1, 10.23, etc. ; οἰ. εἰς τὸν ἕνα IEp.Thess.5.11: but also in bad sense, οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ ἐσθίειν will be emboldened, IEp.Cor.8.10 ; cf. ἀνοικοδομέω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκοδομέω
См. также в других словарях:
οἰκοδομημένοι — οἰκοδομέω build a house perf part mp masc nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχάρα — η / ἐσχάρα, ΝΜΑ, και σκάρα και λόγιος τ. εσχάρα Ν, και σχάρα Μ, και ιων. τ. έσχάρη Α 1. μαγειρική συσκευή από παράλληλες σιδερένιες ράβδους συνδεδεμένες στα άκρα τους πάνω στην οποία ψήνονται κρέατα, ψάρια και εδέσματα («ψάρια στη σχάρα») 2.… … Dictionary of Greek