-
1 οικοδεσποτης
-
2 οἰκοδεσπότης
ὁ οἰκοδεσπότης, ου ≃ домохозяин; глава дома (οἰ. + δεσπότης) -
3 οἰκοδεσπότης
{сущ., 12}хозяин дома, домовладелец, хозяин.Ссылки: Мф. 10:25; 13:27, 52; 20:1, 11; 21:33; 24:43; Мк. 14:14; Лк. 12:39; 13:25; 14:21; 22:11.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > οἰκοδεσπότης
-
4 οικοδεσπότης
{сущ., 12}хозяин дома, домовладелец, хозяин.Ссылки: Мф. 10:25; 13:27, 52; 20:1, 11; 21:33; 24:43; Мк. 14:14; Лк. 12:39; 13:25; 14:21; 22:11.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > οικοδεσπότης
-
5 οικοδεσπότης
ο см. οικοκύρης -
6 οἰκοδεσπότης
хозяин дома, домовладелец, хозяин.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > οἰκοδεσπότης
-
7 οἰκοδεσπότης
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > οἰκοδεσπότης
-
8 οικοδεσπότης
[икодэспотис] ουσ α домохозяин. -
9 3617
{сущ., 12}хозяин дома, домовладелец, хозяин.Ссылки: Мф. 10:25; 13:27, 52; 20:1, 11; 21:33; 24:43; Мк. 14:14; Лк. 12:39; 13:25; 14:21; 22:11.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3617
См. также в других словарях:
οἰκοδεσπότης — master masc nom sg οἰκοδεσποτέω to be master of a house imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικοδεσπότης — ο (Α οἰκοδεσπότης) ο αρχηγός τής οικογένειας, ο κύριος τού σπιτιού, ο νοικοκύρης αρχ. 1. ντόπιος κυβερνήτης 2. ο πλανήτης που επικρατεί κάθε φορά στον ζωδιακό κύκλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δεσπότης] … Dictionary of Greek
οικοδεσπότης — ο θηλ. οικοδέσποινα 1. ο αρχηγός της οικογένειας, ο κύριος του σπιτιού. 2. ιδιοκτήτης του σπιτιού, σπιτονοικοκύρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰκοδεσπόται — οἰκοδεσπότης master masc nom/voc pl οἰκοδεσπότᾱͅ , οἰκοδεσπότης master masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδεσποτῶν — οἰκοδεσπότης master masc gen pl οἰκοδεσποτέω to be master of a house pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδεσπόταις — οἰκοδεσπότης master masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδεσπότην — οἰκοδεσπότης master masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδεσπότου — οἰκοδεσπότης master masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδεσπότῃ — οἰκοδεσπότης master masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσπότης — Ο κύριος του οίκου, ο οικοδεσπότης, ο αφέντης, ο απόλυτος κύριος και συνεκδοχικά ο βασιλιάς, ο τύραννος· επίσης ο επίσκοπος: «τον δεσπότην και αρχιερέα ημών Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη». Στην αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στον κύριο του σπιτιού,… … Dictionary of Greek
οἰκοδεσπότα — οἰκοδεσπότᾱ , οἰκοδεσπότης master masc nom/voc/acc dual οἰκοδεσπότης master masc voc sg οἰκοδεσπότᾱ , οἰκοδεσπότης master masc gen sg (doric aeolic) οἰκοδεσπότης master masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)