Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οἰκειώσῃ

  • 1 οικειώση

    οἰκειώσηι, οἰκείωσις
    appropriation: fem dat sg (epic)
    οἰκειόω
    make: aor subj mid 2nd sg
    οἰκειόω
    make: aor subj act 3rd sg
    οἰκειόω
    make: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > οικειώση

  • 2 οἰκειώσῃ

    οἰκειώσηι, οἰκείωσις
    appropriation: fem dat sg (epic)
    οἰκειόω
    make: aor subj mid 2nd sg
    οἰκειόω
    make: aor subj act 3rd sg
    οἰκειόω
    make: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > οἰκειώσῃ

  • 3 οικειώσηι

    οἰκείωσις
    appropriation: fem dat sg (epic)
    οἰκειώσῃ, οἰκειόω
    make: aor subj mid 2nd sg
    οἰκειώσῃ, οἰκειόω
    make: aor subj act 3rd sg
    οἰκειώσῃ, οἰκειόω
    make: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > οικειώσηι

  • 4 οἰκειώσηι

    οἰκείωσις
    appropriation: fem dat sg (epic)
    οἰκειώσῃ, οἰκειόω
    make: aor subj mid 2nd sg
    οἰκειώσῃ, οἰκειόω
    make: aor subj act 3rd sg
    οἰκειώσῃ, οἰκειόω
    make: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > οἰκειώσηι

См. также в других словарях:

  • οικείωση — η (Α οἰκείωσις) [οικειώ] 1. οικειοποίηση, ιδιοποίηση, σφετερισμός («τὰ μὲν ὑπολύοντες κατέκοπτον, τῶν δὲ οἰκείωσιν ἐποιοῡντο», Θουκ.) 2. εξοικείωση με κάποιον ή με κάτι αρχ. 1. συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό, κηδεστία 2. έλξη, κλίση,… …   Dictionary of Greek

  • οικείωση — η 1. σφετερισμός ξένου πράγματος, οικειοποίηση (βλ. λ.). 2. εξοικείωση, προσαρμογή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰκειώσῃ — οἰκειώσηι , οἰκείωσις appropriation fem dat sg (epic) οἰκειόω make aor subj mid 2nd sg οἰκειόω make aor subj act 3rd sg οἰκειόω make fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκειώσηι — οἰκείωσις appropriation fem dat sg (epic) οἰκειώσῃ , οἰκειόω make aor subj mid 2nd sg οἰκειώσῃ , οἰκειόω make aor subj act 3rd sg οἰκειώσῃ , οἰκειόω make fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικειωτικός — οἰκειωτικός, ή, όν (Α) [οικειώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οίκείωση ή ο πρόσφορος, ο αρμόδιος για εξοικείωση («τέχνης οἰκειωτικῆς», Πλάτ.) 2. προσοικειωτικός, προσαρμοστικός, αυτός που τείνει προς οικείωση, προς συνάφεια 3. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»