-
1 οικειότητ'
οἰκειότητα, οἰκειότηςa being: fem acc sgοἰκειότητι, οἰκειότηςa being: fem dat sgοἰκειότητε, οἰκειότηςa being: fem nom /voc /acc dual -
2 οἰκειότητ'
οἰκειότητα, οἰκειότηςa being: fem acc sgοἰκειότητι, οἰκειότηςa being: fem dat sgοἰκειότητε, οἰκειότηςa being: fem nom /voc /acc dual
См. также в других словарях:
οἰκειότητ' — οἰκειότητα , οἰκειότης a being fem acc sg οἰκειότητι , οἰκειότης a being fem dat sg οἰκειότητε , οἰκειότης a being fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)