Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

οἰκανός

См. также в других словарях:

  • ανατρεπτικός — ή, ό 1. οικανός για ανατροπή, επαναστατικός: Οι ανατρεπτικές ενέργειες των γνωστών κύκλων έπεσαν στο κενό. 2. αυτός που αναστέλλει, που ματαιώνει κάτι: Η απόφαση του δικαστηρίου έτασσε ανατρεπτική προθεσμία δυο μηνών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»