-
1 περί-βολος
περί-βολος, ὁ, das Umgebende, Einschluß, Gehäge; Eur. Troad. 1141; ϑώρακ' ἐχίδνης περιβόλοις ὡπλισμένον, Ion 993; auch adjectivisch, στέφεα περίβολα, I. A. 1477; – Mauern, Thuc. 1, 89. 90 und öfter, wie Plat. ἐν αὐτῷ τῷ τῆς πόλεως περιβόλῳ καὶ προαστείῳ, Legg. VI, 759 a; οἰκήσεων, Rep. VIII, 548 a, u. sonst; Folgde, πόλις κατὰ τὸ περίβολον οὐ μεγάλη, Pol. 4, 65, 3, öfter.
-
2 συν-υφή
συν-υφή, ἡ, das Gewebe; ξυνυφὴν ( vulg. ξυμφυήν) ἢ καὶ πλέγμ' ἄλλ' ὁτιοῠν, Plat. Legg. V, 734 e; auch ἡ τῶν οἰκήσεων συνυφή, Epinom. 975 a; u. Sp.
-
3 συν-οικέω
συν-οικέω, zusammenwohnen, -leben; Hom. ep. 15, 15; τινί, wie Aesch. πατροκτονοῦσα γὰρ ξυνοικήσεις ἐμοί, Ch. 896; Soph. Tr. 541 O. R. 57; u. übertr., zusammen, verbunden sein, γῆρας, ἵνα πρόπαντα κακὰ κακῶν ξυνοικεῖ, O. C. 1240; vgl. μυρίον ἄχϑος, ᾡ ξυνοικεῖ, Phil. 1153; auch vom eng anschließenden Gewande, Tr. 1044; ἂν ἡμῖν εὖ πόσις ξυνοικῇ, Eur. Med. 242, wie ἄλλῃ ξυνοικεῖ πόσις συνεύνῳ, 1001, u. öfter; Ar. Plut. 437; übrtr., μὴ συνοικοίην φόβῳ, Eur. Heracl. 996; Thuc. 2, 68; bei Her. bes. Zusammenleben von Mann u. Frau, ἀνδρί, δούλῳ, γυναικί, δεσποίνῃ, 1, 37. 91. 93. 108. 173 u. oft; τουτέων συνοικησάντων γίνεται Κλεισϑένης, 6, 131, aus dieser Ehe; vgl. noch ἐγώ τοι δίδωμι τὴν ϑυγατέρα τὴν ἐμήν· ταύτῃ συνοίκεε, 9, 111; γυναῖκες ἀνδράσιν ἐκλεκτέαι συνοικεῖν, Plat. Rep. V, 456 b; ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφὰς δώσει ὁ νόμος συνοικεῖν, 461 e; ταῖς γυναιξίν, Xen. Cyr. 4, 4, 10; auch übertr., κακῷ, Plat. Menex. 246 e; ἀμαϑίᾳ, Alc. I, 118 b; u. umgekehrt, ᾑ δ' ἂν ξυνοικίᾳ μήτε πλοῠτος ξυνοικῇ μήτε πενία, Legg. III, 679 d; u. so bes. von schlimmen Dingen, κακῷ, φόβῳ, λύπῃ, s. Jac. Ach. Tat. 423. – Transit., zusammen bewohnen, Κυρηναίοισι Λιβύην, Her. 4, 159; dah. pass., τοῦτο πᾶν συνῳκεῖτο ὑπὸ πολλῶν οἰκήσεων, Plat. Critia 117 e; συνοικουμένη χώρα, Xen. Lac. 4, 8; Plut. Num. 15.
-
4 δια-κόσμησις
δια-κόσμησις, ἡ, Anordnung. Einrichtung; τῶν νόμων Plat. Legg. IX, 853 a; καὶ σύνταξις Tim. 24 c; πόλεων καὶ οίκήσεων Conv. 209 a; – Sp.
См. также в других словарях:
οἰκήσεων — οἰκήσεω̆ν , οἴκησις the act of dwelling fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Феодосий Триполитский — греческий геометр и астроном. Жил в I в. или около середины II. По одним свидетельствам он происходил из Вифинии, по другим из Триполиса, но неизвестно, Сирийского или Африканского. Никаких других биографических сведений о Феодосии не сохранилось … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Феодосий (математик) — Для этой статьи не заполнен шаблон карточка. Вы можете помочь проекту, добавив его. В Википедии есть статьи о других людях с именем Феодосий. Феодосий (др … Википедия
Theodosĭos — (Theodosius), griechischer Name, bedeutet der von Gott Gegebene. I. Griechische Kaiser: 1) Flavius Th. I. der Große, Sohn des Th. 4), geb. 346 v. Chr. zu Cauca in Spanien; begleitete seinen Vater nach Britannien u. Afrika, zog 374 gegen die… … Pierer's Universal-Lexikon
θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
Καρδίτσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.576 τ. χλμ., 129.541 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας με πρωτεύουσα την Καρδίτσα. Συνορεύει στα Β με τον νομό Τρικάλων, στα Α με τον νομό Λαρίσης, στα ΝΑ με τον νομό Φθιώτιδος, στα Ν με τους νομούς Ευρυτανίας και… … Dictionary of Greek