-
1 οιδώ
οἰδάωswell: pres imperat mp 2nd sgοἰδάωswell: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)οἰδάωswell: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)οἰδάωswell: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)οἰδάωswell: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)οἰδάωswell: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)οἰδέωswell: pres subj act 1st sg (attic epic doric)οἰδέωswell: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 οἰδῶ
οἰδάωswell: pres imperat mp 2nd sgοἰδάωswell: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)οἰδάωswell: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)οἰδάωswell: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)οἰδάωswell: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)οἰδάωswell: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)οἰδέωswell: pres subj act 1st sg (attic epic doric)οἰδέωswell: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 αοιδώ
ἀ̱οιδῶ, ἀοιδάωimperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)ἀοιδάωpres imperat mp 2nd sgἀοιδάωpres subj act 1st sg (attic epic ionic)ἀοιδάωpres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀοιδάωpres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)ἀοιδάωpres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀοιδάωimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)ἀοιδός 1singer: masc gen sg (doric aeolic)——————ἀοιδάωpres opt act 3rd sgἀοιδός 1singer: masc dat sg
См. также в других словарях:
οιδώ — οἰδῶ, έω, σπαν. και άω (Α) 1. σχηματίζω οιδήματα, εξογκώνομαι, φουσκώνω, πρήζομαι, είμαι πρησμένος 2. (για φυτό) αναπτύσσομαι 3. (για καρπό) διογκώνομαι, ωριμάζω («ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν», Πλούτ.) 4. μτφ. α) (για προσ.) i) είμαι… … Dictionary of Greek
οἰδῶ — οἰδάω swell pres imperat mp 2nd sg οἰδάω swell pres subj act 1st sg (attic epic ionic) οἰδάω swell pres ind act 1st sg (attic epic ionic) οἰδάω swell pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) οἰδάω swell pres ind act 1st sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οιδίπους — Μυθικός ήρωας του θηβαϊκού κύκλου. Οι γονείς του, ο βασιλιάς των Θηβών Λάιος και η βασίλισσα Ιοκάστη, μόλις γεννήθηκε τον παράδωσαν σε ένα βοσκό για να τον αφήσει στον Κιθαιρώνα να πεθάνει, επειδή το δελφικό μαντείο τους είχε προφητέψει πως το… … Dictionary of Greek
ανοιδώ — ἀνοιδῶ ( έω) (Α) 1. εξογκώνομαι, φουσκώνω «κῡμα... ἀνοιδῆσαν» (Ευριπίδης), «πνεῡμα... ἀδυνατοῡν ἔξω πορευθῆναι καὶ τὰ ταύτῃ φλέβια περιστὰν και ἀνοιδῆσαν» (Πλάτων, για τον αέρα που βρίσκεται μέσα στο ανθρώπινο σώμα) 2. μτφ. φουσκώνω από θυμό.… … Dictionary of Greek
αποιδίσκομαι — ἀποιδίσκομαι κ. ἀποιδῶ ( έω) (Α) φουσκώνω, πρήζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)* + οιδίσκομαι κ. οιδώ «φουσκώνω, πρήζομαι»] … Dictionary of Greek
διοιδώ — διοιδῶ ( έω) και διοιδαίνω (Α) [οιδώ, οιδαίνω] 1. (για μέλη τού σώματος) πρήζομαι 2. φουσκώνω από οργή 3. (για την πόλη) βρίσκομαι σε αναβρασμό, σε αναταραχή 4. φρ. «διοιδαίνω τὴν ψυχήν» οργίζομαι … Dictionary of Greek
ενοιδέω — ἐνοιδέω (Α) [οιδώ( έω)] πρήζομαι, εξογκώνομαι, διογκώνομαι … Dictionary of Greek
εξοιδώ — ἐξοιδῶ, έω (Α) πρήζομαι, φουσκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οιδώ «πρήζομαι»] … Dictionary of Greek
επανοιδώ — ἐπανοιδῶ, έω (Α) πρήζομαι, φουσκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + οιδώ «πρήζομαι»] … Dictionary of Greek
εποιδώ — ἐποιδῶ, έω (Α) πρήζομαι, εξογκώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οιδώ «πρήζομαι»] … Dictionary of Greek
κατοιδώ — κατοιδῶ, έω (Α) εξογκώνομαι, πρήζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰδῶ «πρήζομαι»] … Dictionary of Greek