Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οἰδημάτων

См. также в других словарях:

  • οἰδημάτων — οἴδημα swelling neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίδημα — (Ιατρ.). Παρουσία υπερβολικής ποσότητας υγρού στον μεσοκυττάριο χώρο των ιστών, εξαιτίας της οποίας οι ιστοί παρουσιάζονται διογκωμένοι, ανελαστικοί, ωχροί. Το ο. οφείλεται σε αλλοίωση της φυσιολογικής ανταλλαγής υγρών μεταξύ αίματος και ιστών ή… …   Dictionary of Greek

  • αλκαέστ — (Αλχ.) 1. υγρό κατάλληλο, κατά τον Παράκελσο, για τη θεραπεία τών κάθε είδους οιδημάτων 2. ονομασία που δίδεται από τον Βαν Χέλμοντ σε φανταστικό διαλυτικό, το οποίο δίνει τη ζωή στα σώματα τής φύσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος, πρβλ. αγγλ. alkahest ή… …   Dictionary of Greek

  • διαφορητικός — ή, ό (Α διαφορητικός, ή, όν) αυτός που προκαλεί διαφόρηση*, εφίδρωση αρχ. 1. αυτός που διασκορπίζει («δύναμις διαφορητικὴ οἰδημάτων», Διοσκουρίδης) 2. αυτός που έχει εφίδρωση …   Dictionary of Greek

  • επίδεση — Η εφαρμογή επιδέσμων ως θεραπευτικό μέσο. Στην αρχαιότητα, η εφαρμογή της ήταν ευρέως διαδεδομένη, ενώ στη σύγχρονη εποχή, η σημασία της έχει περιοριστεί από τη χρήση νέων συντηρητικών και χειρουργικών μέσων θεραπείας. Η τέχνη της ε. αναπτύχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • οιδηματικός — ή, ό [οίδημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οίδημα 2. φρ. «οιδηματική νόσος» ιατρ. νόσος που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση οιδημάτων και γενική καχεξία και προσβάλλει πληθυσμούς με πολύ φτωχή σε λευκώματα και λίπη διατροφή …   Dictionary of Greek

  • υπερίτης — Υγρό με αποπνικτική ενέργεια που χρησιμοποιήθηκε ως πολεμικό αέριο στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο (πολεμικές χημικές ουσίες). Το όνομά του προέρχεται από το Υπρ της Φλάνδρας, όπου χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1917. Από τοξικολογική άποψη, ο υ.… …   Dictionary of Greek

  • φουροσεμίδη — η, Ν (φαρμ.) διουρητικό ταχείας δράσεως, το οποίο χρησιμοποιείται υπό μορφή δισκίων στη θεραπεία τών οιδημάτων και τής αρτηριακής υπέρτασης και υπό μορφή ενέσεων στις υπερτασικές κρίσεις, στο οξύ πνευμονικό οίδημα κ.α. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο… …   Dictionary of Greek

  • διουρητική θειαζίδη — Τύπος διουρητικού που προκαλεί μέτρια αύξηση παραγωγής ούρων και είναι κατάλληλο για παρατεταμένη χρήση υπό την επίβλεψη γιατρού, για την αντιμετώπιση οιδημάτων και υπέρτασης …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»