Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἰδηματώδης

См. также в других словарях:

  • οἰδηματώδης — swollen masc/fem acc pl (attic epic doric) οἰδηματώδης swollen masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) οἰδηματώδης swollen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οιδηματώδης — ες (Α οἰδηματώδης, ῶδες) [οίδημα] 1. αυτός που εμφανίζεται με τη μορφή οιδήματος, όμοιος με οίδημα 2. αυτός που έχει οιδήματα, πρησμένος …   Dictionary of Greek

  • οἰδηματώδη — οἰδηματώδης swollen neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) οἰδηματώδης swollen masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) οἰδηματώδης swollen masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰδηματῶδες — οἰδηματώδης swollen masc/fem voc sg οἰδηματώδης swollen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰδηματώδεις — οἰδηματώδης swollen masc/fem acc pl οἰδηματώδης swollen masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰδηματωδῶν — οἰδηματώδης swollen masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰδηματώδεες — οἰδηματώδης swollen masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰδηματώδεσιν — οἰδηματώδης swollen masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰδηματώδους — οἰδηματώδης swollen masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • κρετινισμός — Διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σοβαρή διανοητική καθυστέρηση, διαταραγμένη σωματική ανάπτυξη και χαρακτηριστικό προσωπείο. Είναι δευτεροπαθής εκδήλωση υπολειτουργίας του θυρεοειδούς που είναι συγγενής ή αρχίζει νωρίς στη νεογνική ηλικία, ενώ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»