Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

οχυρωματικά

  • 1 έργο(ν)

    τό
    1) работа, занятие, дело;

    τί έργο(ν) κάνεις; — чем ты занимаешься?;

    2) творение, произведение, сочинение;

    ποιητικό έργο(ν) — поэтическое произведение;

    ζωγραφικό έργο(ν) — произведение живописи;

    έργο(ν) τέχνης — произведение искусства;

    θεατρικό έργο(ν) — пьеса;

    γλυπτικό έργο(ν) — скульптура;

    τό έργο(ν) των χειρών μου — дело моих рук;

    3) перен. дело, действие; дела; поступки;

    έργα αγαθά — добрые дела;

    η ζωή και το έργο(ν) — жизнь и деятельность;

    χρειάζονται έργα και όχι λόγια — нужны дела, а не слова;

    από τα λόγια έρχομαι στα έργα — переходить от слов к делу;

    έργ όλης της ζωής μου — дело всей моей жизни;

    έργο(ν) φρονήσεως — благоразумный акт;

    4) сооружение, постройка;

    τεχνικά έργα — технические сооружения;

    οχυρωματικά έργα — оборонительные, фортификационные сооружения или работы;

    5) работы;

    δημόσια έργα — общественные работы;

    καταναγκαστικά έργα — принудительные работы;

    6) долг, обязанность;

    τό θεωρώ έργο(ν) — считать долгом, обязанностью;

    έργο(ν) μου είναι να... — мой долг...;

    δεν είναι ιδικόν μου έργο(ν) να... — это не моя обязанность;

    7) театр., кино постановка, пьеса; фильм;

    τί έργο(ν) παίζεται στο Εθνικό; — что идёт в «Этнико»?;

    8) задание, норма;

    τελειώνω το έργο(ν) μου — выполнять своё задание;

    9) физ. работа;
    10): έργω (δοτ.) в.действительности, на деле, в самом деле, фактически; έργω βοήθεια реальная помощь;

    § τίθεμαι επί το έργο(ν) — приступать к делу;

    εις έργ! — к делу!;

    ευχής έργο(ν) θα ήτο — было бы желательно;

    είναι έργο(ν) μου — это моё дело;

    άλλος ο κυρ λόγος και άλλος είν' ο εργος, λόγω μεν δίκαιος, εργω δε άδικος погов, на словах одно, а на деле другое;

    μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου — очень странно!, удивительно!, удивительны дело твой, господи!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έργο(ν)

  • 2 έργο(ν)

    τό
    1) работа, занятие, дело;

    τί έργο(ν) κάνεις; — чем ты занимаешься?;

    2) творение, произведение, сочинение;

    ποιητικό έργο(ν) — поэтическое произведение;

    ζωγραφικό έργο(ν) — произведение живописи;

    έργο(ν) τέχνης — произведение искусства;

    θεατρικό έργο(ν) — пьеса;

    γλυπτικό έργο(ν) — скульптура;

    τό έργο(ν) των χειρών μου — дело моих рук;

    3) перен. дело, действие; дела; поступки;

    έργα αγαθά — добрые дела;

    η ζωή και το έργο(ν) — жизнь и деятельность;

    χρειάζονται έργα και όχι λόγια — нужны дела, а не слова;

    από τα λόγια έρχομαι στα έργα — переходить от слов к делу;

    έργ όλης της ζωής μου — дело всей моей жизни;

    έργο(ν) φρονήσεως — благоразумный акт;

    4) сооружение, постройка;

    τεχνικά έργα — технические сооружения;

    οχυρωματικά έργα — оборонительные, фортификационные сооружения или работы;

    5) работы;

    δημόσια έργα — общественные работы;

    καταναγκαστικά έργα — принудительные работы;

    6) долг, обязанность;

    τό θεωρώ έργο(ν) — считать долгом, обязанностью;

    έργο(ν) μου είναι να... — мой долг...;

    δεν είναι ιδικόν μου έργο(ν) να... — это не моя обязанность;

    7) театр., кино постановка, пьеса; фильм;

    τί έργο(ν) παίζεται στο Εθνικό; — что идёт в «Этнико»?;

    8) задание, норма;

    τελειώνω το έργο(ν) μου — выполнять своё задание;

    9) физ. работа;
    10): έργω (δοτ.) в.действительности, на деле, в самом деле, фактически; έργω βοήθεια реальная помощь;

    § τίθεμαι επί το έργο(ν) — приступать к делу;

    εις έργ! — к делу!;

    ευχής έργο(ν) θα ήτο — было бы желательно;

    είναι έργο(ν) μου — это моё дело;

    άλλος ο κυρ λόγος και άλλος είν' ο εργος, λόγω μεν δίκαιος, εργω δε άδικος погов, на словах одно, а на деле другое;

    μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου — очень странно!, удивительно!, удивительны дело твой, господи!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έργο(ν)

  • 3 οχυρωματικός

    η, ό[ν] фортификационный;

    οχυρωματικά έργα — а) фортификационные работы; — б) военно-инженерные сооружения; — фортификационные сооружения

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > οχυρωματικός

См. также в других словарях:

  • οχύρωση — Έργο ή συγκρότημα έργων, κατασκευασμένο για την υπεράσπιση μιας θέσης ή μιας περιοχής. Η υπεράσπιση αυτή μπορεί να επιτευχθεί με κατάλληλη εκμετάλλευση της ίδιας της μορφής του εδάφους καθώς και με διάφορες βελτιώσεις. Έτσι είναι δυνατό να… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Κυρήνεια ή Κερήνεια — Πόλη (19.000 κάτ. το 2003) της Κύπρου, πρωτεύουσα του ομώνυμου διοικητικού διαμερίσματος (640 τ. χλμ.). Εκτείνεται στη βόρεια ακτή του νησιού και αποτελεί ένα μικρό γραφικό λιμάνι, το οποίο υπήρξε κυρίως τουριστικό κέντρο έως την τουρκική εισβολή …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • ακατοχύρωτος — η, ο (Α ἀκατοχύρωτος, ον) [κατοχυρώνω] 1. αυτός που δεν είναι οχυρωμένος, εξασφαλισμένος με οχυρωματικά έργα 2. εκείνος που δεν είναι εξασφαλισμένος με τα κατάλληλα νομικά μέτρα «ακατοχύρωτο πολίτευμα» …   Dictionary of Greek

  • ανοχύρωτος — η, ο 1. ο χωρίς οχυρωματικά έργα 2. πόλη ή περιοχή την οποία η αρμόδια στρατιωτική διοίκηση έχει κηρύξει ως «ανοχύρωτη» ή «ανυπεράσπιστη» σε περίοδο πολέμου για να προστατευθούν ο άμαχος πληθυσμός, τα κτήρια και τα μνημεία της, από επιθέσεις και… …   Dictionary of Greek

  • αποτειχίζω — ἀποτειχίζω (Α) Ι. 1. περιβάλλω πόλη ή τόπο με τείχος για οχύρωση ή αποκλεισμό 2. κρατώ μακριά, εμποδίζω κάποιον ή κάτι με οχυρωματικά τείχη 3. αποχωρίζω, χωρίζω II. ( ομαι) 1. ανεγείρω μεσότοιχο, τοίχο για διαχωρισμό 2. ανεγείρω οχυρώματα …   Dictionary of Greek

  • καστελώνω — καστελλώνω και καοτελλῶ, όω (Μ) [κάστελος] 1. χτίζω καστέλι, οχυρώνω 2. (και μέσ.) καστελλώνομαι κάνω οχυρωματικά έργα, οχυρώνομαι 3. φρ. «καστελλωμένα πλοῑα» πλοία με πολεμικούς πύργους …   Dictionary of Greek

  • κλεισούρα — I Φαράγγι του νομού Αιτωλοακαρνανίας στο όρος Αράκυνθος (894 μ.), από το οποίο διέρχεται η οδός που οδηγεί από το Μεσολόγγι στο Αγρίνιο. Στη δυτική πλευρά του βρίσκεται η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής, ενώ στην έξοδό του προς τις λίμνες Λυσιμαχία… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»