Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

οφθαλμίατρος

См. также в других словарях:

  • οφθαλμίατρος — ο, η γιατρός εξειδικευμένος στην οφθαλμιατρική, αλλ. οφθαλμολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμός + ιατρός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμίατρος — ο, η ειδικός γιατρός για τις παθήσεις των ματιών, αλλ. οφθαλμολόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… …   Dictionary of Greek

  • ηρών — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος (5ος αι. π.Χ.). Έζησε στην Αλεξάνδρεια και σύμφωνα με το λεξικό Σούδα ήταν δάσκαλος του Πρόκλου. 2.Γιατρός (3ος αι. π.Χ.). Έζησε στην Αλεξάνδρεια και εργάστηκε ως οφθαλμίατρος αλλά και ως μαιευτήρας και… …   Dictionary of Greek

  • ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • μεταξάς — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στα δεξιά του ποταμού Εύηνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 2.… …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμιατρείο — το θεραπευτήριο οφθαλμικών παθήσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμίατρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στο περιοδικό Μνημοσύνη] …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμιατρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατρική τών οφθαλμών («οφθαλμιατρική κλινική») 2. το θηλ. ως ουσ. η οφθαλμιατρική κλάδος τής ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη τής λειτουργίας και τών παθήσεων τού ματιού καθώς και με τη θεραπεία τών… …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμόσοφος — ὀφθαλμόσοφος, ον (Α) σοφός στα σχετικά με τους οφθαλμούς, έμπειρος οφθαλμίατρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + σοφός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»