Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ουσιαστική

  • 1 разница

    разниц||а
    ж ἡ διαφορά:
    существенная \разница οὐσιαστική διαφορἄ \разница в годах διαφορά στήν ἡλικία, διαφορά στά χρόνια· \разница в цене ἡ διαφορά στήν τιμή· с той \разницаей что... μέ τή διαφορά ὅτι...· \разница в том что... ἡ διαφορά εἶναι στό ὅτι...· ◊ какая \разница ? δέν εἶναι τό ἰδιο;· большая \разница ἡ διαφορά εἶναι μεγάλη.

    Русско-новогреческий словарь > разница

  • 2 διαφορά

    η
    1) различие, разница;

    διαφορά των ειδών биол — видовое различие;

    ουσιαστική διαφορά — существенная разница;

    ταξική διαφορά — классовые различия;

    διαφορά στην ηλικία (στην τιμή) — разница в годах (в цене);

    η διαφορά είναι στο ότι... — разница в том, что...;

    με τη διαφορά ότι... — с той разницей, что...;

    2) несогласованность, отсутствие единства; расхождение, разногласие;

    διαφορά απόψεων ( — или αντιλήψεων, γνωμών) — расхождения во взглядах, разногласия;

    3) спор, конфликт;

    λύνω τη διαφορά — разрешить конфликт, спор;

    4) доход, прибыль;
    5) мат. остаток;

    § βς μοιράσωμε την διαφοράдавайте пойдём на компромисс

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διαφορά

  • 3 συμβολή

    η
    1) соединение; 2) слияние (рек и т. п.); 3) место слияния (рек); 4) вклад, доля; содействие;

    ουσιαστική συμβολή — существенный, значительный вклад;

    προσφέρω τη συμβολή μου — вносить свой вклад

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συμβολή

  • 4 minimal essential completeness

    French\ \ perfection essentielle minimale
    German\ \ minimal-essentielle Vollständigkeit
    Dutch\ \ minimale essentiële volledigheid (van een klasse van beslisfuncties)
    Italian\ \ completezza essenzialmente minima
    Spanish\ \ lo completo esencial mínimo
    Catalan\ \ completesa essencial mínima
    Portuguese\ \ completude essencial mínima
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ -
    Norwegian\ \ -
    Swedish\ \ -
    Greek\ \ ελάχιστη ουσιαστική πληρότητα
    Finnish\ \ mimimaalinen olennainen (päätösfunktioiden) täydellisyys
    Hungarian\ \ minimális lényegi teljesség
    Turkish\ \ en az yeterli tamlık
    Estonian\ \ -
    Lithuanian\ \ minimalusis esminis pilnumas
    Slovenian\ \ -
    Polish\ \ kompletność minimalna istotna
    Ukrainian\ \ мінімальна істотна повнота
    Serbian\ \ -
    Icelandic\ \ lágmarks nauðsynlegt tæmandi
    Euskara\ \ ezinbesteko gutxieneko osotasun
    Farsi\ \ -
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ الكمال الادنى ضروري
    Afrikaans\ \ minimaal-essensiële volledigheid (wat in 'n sin die minimum getal nodige beslissingsreëls bevat)
    Chinese\ \ 极 小 基 本 完 全 性
    Korean\ \ 최소본질적완비성

    Statistical terms > minimal essential completeness

См. также в других словарях:

  • σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Σενεγάλη — Κράτος της Δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Mαυριτανία, Α με το Mάλι και στα Ν με τη Γουινέα και την Γκάμπια. Στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό.H Σενεγάλη αντιστοιχεί στο ομώνυμο πρώην έδαφος της Δυτικής Γαλλικής Aφρικής (AOF), που… …   Dictionary of Greek

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • εγκληματικότητα — Η αναλογία των εγκλημάτων που γίνονται σε δεδομένο τόπο ή χρόνο ή από ορισμένη κατηγορία προσώπων· η τάση, η ροπή προς το έγκλημα. Η στατιστική προσπαθεί να διαπιστώσει την έκταση της ε. και να κατατάξει τις εκδηλώσεις της κατά συγκεκριμένα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»