-
1 ουροδόχος
-
2 οὐροδόχος
-
3 ουροδόχος
ος, ο[ν] содержащий мочу;ουροδόχος κύστις — мочевой пузырь
-
4 ουροδόχος
[уродохос] εκ. содержащий мочуΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ουροδόχος
-
5 ουροδόχος
[уродохос] επ содержащий мочу. -
6 οὐροδόχος
οὐρο-δόχος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐροδόχος
-
7 οὐροδόχος
-
8 ουροδόχος κύστη
мочен меурГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ουροδόχος κύστη
-
9 пузырь
пузырь м анат. η κύστη' мочевой \пузырь η ουροδόχος κύστη* * *м анат.η κύστηмочево́й пузы́рь — η ουροδόχος κύστη
-
10 ουροδόχον
-
11 οὐροδόχον
-
12 οὐρη-δόχος
οὐρη-δόχος, Urin enthaltend, aufnehmend, für οὐροδόχος, vgl. Lob. Phryn. 654.
-
13 пузырь
1. (вздутие) το εξόγκωμα, η φου-σκάλα, το οίδημα(волдырь) η φλύκταινα, ο πομφός2. (наполненный воздухом или газом шарик, возникающий в жидкой массе) η φυσαλλίδα, η φουσκάλα 3. анат. η κύστηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пузырь
-
14 мочевой
моче||войприл οὐρικός, οὐρητικός:\мочевойво́й пузырь ἡ οὐροδόχος κύστις· \мочевойво́й канал ἡ οὐρήθρα· \мочевойвые камни мед. ὁ οὐρόλιθος· \мочевойвая кислота хим. τό οὐρικόν ὁξύ. -
15 пузырь
пузырьм \. ἡ φουσκαλίδα, ἡ φυ-σαλ(λ)ίδα [-ίς], ἡ μπουρμπουλήθρα, ἡ πο-μφόλυξ:мыльный \пузырь прям., перен ἡ σαπουνόφουσκα·2. (волдырь) ἡ φουσκαλίδα, ἡ φουσκάλα, ἡ φλύκταινα·3. анат. ἡ κύστις:желчный (мочевой) \пузырь ἡ χοληδόχος (ή οὐροδόχος) κύστις· плавательный \пузырь (у^ыб) ἡ νηκτική κύστις·4. (для льда) θερμοφόρα μέ πάγο· 5.· (о малыше) разг τό ἀγοράκι, τό παιδάκι. -
16 ουροδόχα
οὐροδόχᾱ, οὐροδόχηchamberpot: fem nom /voc /acc dualοὐροδόχᾱ, οὐροδόχηchamberpot: fem nom /voc sg (doric aeolic)οὐροδόχοςholding urine: neut nom /voc /acc pl -
17 οὐροδόχα
οὐροδόχᾱ, οὐροδόχηchamberpot: fem nom /voc /acc dualοὐροδόχᾱ, οὐροδόχηchamberpot: fem nom /voc sg (doric aeolic)οὐροδόχοςholding urine: neut nom /voc /acc pl -
18 ουροδόχου
-
19 οὐροδόχου
-
20 ουροδόχω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οὐροδόχος — holding urine masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουροδόχος — ο (ΑΜ οὐροδόχος και οὐρηδόχος, ον) 1. αυτός που περιέχει ή δέχεται τα ούρα 2. φρ. «ουροδόχος κύστη» η κύστη μέσα στην οποία συγκεντρώνονται τα ούρα στα μεσοδιαστήματα τών ουρήσεων κατά την κάθοδό τους από τα νεφρά προτού εκχυθούν από την ουρήθρα … Dictionary of Greek
οὐροδόχον — οὐροδόχος holding urine masc/fem acc sg οὐροδόχος holding urine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐροδόχου — οὐροδόχος holding urine masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐροδόχων — οὐροδόχος holding urine masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐροδόχῳ — οὐροδόχος holding urine masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… … Dictionary of Greek
ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η … Dictionary of Greek
βλεννογόνος — Η μεμβράνη που επενδύει την εσωτερική επιφάνεια των κοίλων οργάνων, τα οποία επικοινωνούν με το εξωτερικό του σώματος. Β. έχουν για παράδειγμα οι ρινικές κοιλότητες και οι παραρινικοί κόλποι, το στόμα, ολόκληρος ο πεπτικός σωλήνας, η ουροδόχος… … Dictionary of Greek
ενδομητρίωση — Παρουσία έκτοπων εστιών ενδομητρίου εκτός της μήτρας, στην πύελο και σπανιότερα σε πιο απομακρυσμένα σημεία της περιτοναϊκής κοιλότητας. Εξαιρετικά σπάνια έχουν περιγραφεί εστίες ε. στους λεμφαδένες, στην καρδιά, στους πνεύμονες και στα οστά. Οι… … Dictionary of Greek
θήλωμα — Νεόπλασμα που προέρχεται από το επιθήλιο. Εντοπίζεται σε διάφορα μέρη του σώματος (έντερο, δέρμα, μαστός, ουροδόχος κύστη κλπ.) Συνήθως είναι καλόηθες. * * * το [θηλή] ιατρ. γενική ονομασία καλοηθών όγκων τού δέρματος … Dictionary of Greek