-
1 месторождение
(геол.) το κοίτασμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > месторождение
-
2 простирание
η έκταση, η προέκταση, η επέκταση, το μέγεθοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > простирание
-
3 залежи
-
4 рудоподъёмный
επ.ανυψωτικός ορυκτών•-ая машина ανυψωτήρας ορυκτών.
-
5 агломерат
(геол., тех.) το σύγκριμ-μα/σύμπηγμα των ορυκτών ουσιών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > агломерат
-
6 выплавка
1. (производство) η τήξητο λιώσιμοподземная - η εξόρρυξη ορυκτών μέσω τήξης/της μεθόδου FRASH2. (стали) η παραγωγή χάλυβα/ατσαλιού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выплавка
-
7 грохот
1. (для сортировки по крупности сыпучих материалов) το (χοντρό) κόσκινο (για χοντρόκοκκα υλικά)неподвижный - σταθερό -, ακίνητο-2. (сильный раскатистый шум) о πάταγος, ο γδούπος, о κρότος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > грохот
-
8 дарси
(внесистемная единица пористости горных пород) το ντάρσυ (ξεν.) (μονάδα μέτρησης πορώδους των ορυκτών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дарси
-
9 дислокация
1. (крист.) η ατέλεια της κρυσταλλικής δομής 2. (геол) η τεκτονική μετατόπιση/διατάραξη των στρωμάτων των ορυκτών (λόγω κίνησης του φλοιού της Γης) 3. (войск) η διάταξη 4. мед. η εξάρθρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дислокация
-
10 дубление
1. (кож) η βυρσοδεψία, η βυρ-σοδέψηση 2. (полигр, кфт.) η σκλήρυνση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дубление
-
11 жила
1. горн., тех. η φλέβαрудная - ορυκτών/μεταλλεύματος, μεταλλοφόρα -2. (сухожилие) о τένων, ο τένοντας 3. (кровеносный сосуд) η φλέβα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жила
-
12 мелочь
1. (вещи) τα μικροπράγματα 2. (деньги) τα ψιλά 3. тех. τα ψιχία, η ψίχαкарьерная - των εκσκαφών/νταμαριώνкоксовая - κοκ/κωκ- ορυκτώνугольная - του κάρβουνου/άνθρακαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мелочь
-
13 механика
η μηχανική- неизменяемых систем - των άκαμπτων συστημάτων/σωμάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > механика
-
14 минера л ообразование
η δημιουργία/γέννηση των ορυκτών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > минера л ообразование
-
15 мука
1. (порошкообразный продукт, получаемый путём размола зерна хлебных злаков) το αλεύριкукурузная - το καλαμποκάλευρο, το αραβοσιτάλευροовсяная - см. толокнопшеничная - το σιτάλευρο, σιταρένιο -ячменная - το κριθάλευρο, κρίθινο -2. (измельчённые в порошок животные иминеральные вещества) η σκόνη (ζωηκών,μεταλλικών ή ορυκτών ουσιών), το αλεύριбутовая - το λιθάλευρο, η λιθόσκονηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мука
-
16 оборудование
1. (действие) о εξοπλισμός, η εγκατάσταση 2. (аппаратура) о εξοπλισμ/ός, οι συσκευές, τα μηχανήματα, η εγκατάστασηавтотормозное ж.-д. η εγκατάσταση της αυτόματης πέδηςмонтажное - τα μηχανήματα ανέγερσης/συναρμολόγησης- της παραγωγής, βιομηχανικός -швартовное - мор. τα εξαρτήματα ορμίσεωςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оборудование
-
17 окатывание
(приготовление окатышей из концентрата руды) η κατασκευή κονδύλων από συμπυκνωμένα ορυκτά-ть (приготовлять окатыши из концентрата руды) κατασκευάζω κονδύλους από συμπύκνωμα ορυκτώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > окатывание
-
18 отвал
1. (действие) η (εν)απόθεση 2. (режущая часть плуга) с.-х. о αναστρεπτή-ρας του αρότρου 3. (насыпь) о χώρος (εν)απόθεσης, το ανάχωμα 4. горн. η (εν)απόθεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отвал
-
19 перегружатель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перегружатель
-
20 промышленность
η βιομηχανίαавтотракторная - κατασκευής αυτοκινήτων και ελκυστήρων/τρακτέρбумажная - η χαρτοβιομηχανία, η χαρτοποιίαдеревообрабатывающая - επεξεργασίας/κα-τεργασίας της ξυλείαςликёрно-водочная - παραγωγής αλκοολούχων/οινοπνευματωδών ποτώνмыловаренная - σαπωνο-ποϊί'ας, η σαπωνοβιομηχανίαнефтеперерабатывающая - επεξεργασίας/διΰ-λισης πετρελαίουхлопчатобумажная - ύφανσης βαμβακερών, η υφαντουργίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > промышленность
См. также в других словарях:
ὀρυκτῶν — ὀρύκτης digger masc gen pl ὀρυκτή fem gen pl ὀρυκτός dug fem gen pl ὀρυκτός dug masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… … Dictionary of Greek
ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών — Η συλλογή του μουσείου στεγαζόταν στο κτίριο Κωστή Παλαμά της οδού Ακαδημίας μέχρι το 1979, οπότε μεταφέρθηκε στην Πανεπιστημιούπολη (Κτίριο Γεωλογίας, Ζωγράφου), για να παραμείνει αποθηκευμένη μέχρι το 1996. Τα εγκαίνια της επανέκθεσης τον… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
γεωφυσική — Η επιστήμη που μελετά τις φυσικές ιδιότητες της Γης. Είναι χωρίς αμφιβολία ένας από τους αρχαιότερους κλάδους των ανθρώπινων γνώσεων, γιατί τα φυσικά φαινόμενα πάντα προκαλούσαν ενδιαφέρον και δέος στον άνθρωπο. Παρ’ όλα αυτά, η γ. εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek
γεωχημεία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη της χημικής σύνθεσης της Γης. Κύριοι σκοποί της είναι: α) να καθορίσει την ποσοτική αναλογία των διαφόρων χημικών στοιχείων πάνω στη Γη, τόσο στη φυσική τους κατάσταση όσο και μέσα στις ενώσεις τους· β) να… … Dictionary of Greek
επίπλευση — Μέθοδος αποχωρισμού των ορυκτών από τις προσμείξεις που τα συνοδεύουν. Η τεχνική αυτή βασίζεται στη διαφορά διαβροχής μεταξύ της επιφάνειας των ορυκτών και των προσμείξεων, ενώ εκμεταλλεύεται τη δυνατότητα του υλικού που δεν έχει διαβρεχτεί να… … Dictionary of Greek
θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… … Dictionary of Greek
λειμονίτης — Σιδηρομετάλλευμα, το πιο διαδεδομένο πάνω στον φλοιό της Γης. Προέρχεται από την εξαλλοίωση άλλων ορυκτών που περιέχουν σίδηρο και ορίζεται χημικά ως υδροξείδιο του σιδήρου, με ποικίλη περιεκτικότητα σε νερό, FeO(ΟΗ). Ο προσδιορισμός του λ. δεν… … Dictionary of Greek
μεταμόρφωση — Εξωτερική ή εσωτερική μεταβολή, αλλοίωση, μετουσίωση. (Βιολ.). Έντονη αλλαγή στη μορφή ή στη δομή ορισμένων ζώων, που συντελείται κατά τη μετεμβρυϊκή τους ανάπτυξη, προκειμένου οι οργανισμοί αυτοί να αποκτήσουν την οριστική μορφή του ώριμου ή… … Dictionary of Greek