-
1 нагорный
ορεινόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > нагорный
-
2 montagneux
ορεινός -
3 hornatý
ορεινός -
4 mountainous
ορεινός -
5 górzysty
ορεινός -
6 горный
ορεινός, βουνίσιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > горный
-
7 гористый
гористый ορεινός \гористыйая местность η ορεινή τοποθε σία* * *гори́стая ме́стность — η ορεινή τοπουεσία
-
8 горный
горный ορεινός, βουνίσιος \горныйая промышленность η με ταλλευτική βιομηχανία* * *ορεινός, βουνίσιοςго́рная промы́шленность — η μεταλλευτική βιομηχανία
-
9 горный
го́рн||ыйприл1. ὀρεινός, βουνήσιος:\горныйая вершина ἡ βουνοκορφἤ \горныйое ущелье τό στενοπόρι, ἡ κλεισούρα, τό δερβένι· \горныйая цепь ἡ ὁροσειρά, ἡ βου-νοσειρά· \горныйая артиллерия воен. τό ὀρειβατικό[ν] πυροβολικό[ν]·2. (гористый) ὁρεινός, βουνήσιος·3. (горнопромышленный) μεταλλευτικός, τῶν μεταλλείων:\горныйое дело ἡ μεταλλεία, ἡ μεταλ-λειολογία· \горный инженер ὁ μεταλλειολόγος· \горный институ́т ἡ Σχολή μεταλλειολογίας· \горныйые породы τά κοιτάσματα μετάλλων \горный хрусталь τό ὁρυκτό κρύσταλλο· ◊ \горныйое солнце τό κβάρτς, ὁ χαλαζίας· \горный лен мин. ὁ ἀμίαντος·. -
10 горный
επ.1. ορεινός, βουνίσιος•-ое озеро ορεινή λίμνη•
-ая цепь οροσειρά•
горный воздух βουνίσιος αέρας•
-ая страна ορεινή χώρα•
-ая артиллерия ορειβατικό πυροβολικό.
2. ορυκτός•-ые богатства ορεινός πλούτος.
3. μεταλλευτικός, των μεταλλείων•-ое дело μεταλλειολογία•
горный инженер μεταλλειολόγος• μηχανικός μεταλλείων•
-ая порода πέτρωμα•
горный хрусталь ορυκτό κρύσταλλο.
εκφρ.горный лен – ο αμίαντος. -
11 барс
зоол. о ορεινός πάνθηρας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > барс
-
12 массив
ο όγκος, η ογκώδης κατασκευή· бетонный - του σκυροδέματοςжилищный - η συνοικία, το πλήθος ομοιότυπων πολυκατοικιώνлесной - η δασώδης περιοχή, η δασική έκτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > массив
-
13 местность
ο τόπος, η περιοχή, η τοποθεσία, το μέροςболотистая - ελώδης -, ο βαλτότοποςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > местность
-
14 река
ο ποταμός, το ποτάμιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > река
-
15 сурок
зоол. αρκτόμυς ο ορεινός, разг. η μαρμότα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сурок
-
16 тур
I.(отдельный этап) о γύροςο κύκλοςII.(горный козёл) о ορεινός τράγος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тур
-
17 высокогорный
высокогорныйприл ὁρεινός, ἀλπειος, ὑψηλος, μέ ὑψηλά ὅρη. -
18 горец
горецм ὁ βουνήσιος, ὁ ὁρεσίβιος, ὁ ὁρεινός. -
19 горисгый
гори́сгыйприл ὁρεινός, βουνήσιος/ λοφώδης (холмистый). -
20 массив
массивм ὁ δγκος:горный \массив ὁ ὁρεινός δγκος· лесной \массив ἡ δασώδης περιοχή.
См. также в других словарях:
ὀρεινός — mountainous masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορεινός — ή, ό (Α ὀρεινός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη («ορεινό κλίμα») 2. αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος («ἐν τοῑς ὀρεινοῑς Θραξὶ πλησίον κατεσκήνησαν», Ξεν.) 3. (για τόπο) γεμάτος όρη νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο… … Dictionary of Greek
ορεινός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στο όρος ή είναι του όρους: Ορεινό κλίμα. 2. αυτός που έχει πολλά βουνά: Ορεινή χώρα. 3. αυτός που μένει στα όρη, αλλ. ορεσίβιος, βουνίσιος: Ορεινοί κάτοικοι της περιοχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κεντρικός Ορεινός Όγκος ή Κεντρικό Υψίπεδο — (MassifCentral). Εκτεταμένη ορεινή περιοχή της νοτιοκεντρικής Γαλλίας. Ορίζεται από τη λεκάνη του Παρισιού στα Β, τη λεκάνη της Ακουιτανίας στα Δ και από τις κοιλάδες του Σον και του Ροδανού στα Α. Πρόκειται για παλαιοζωικό ορεινό όγκο, ο οποίος… … Dictionary of Greek
ὀρεινά — ὀρεινός mountainous neut nom/voc/acc pl ὀρεινά̱ , ὀρεινός mountainous fem nom/voc/acc dual ὀρεινά̱ , ὀρεινός mountainous fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοσκοχώρι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 770 μ., 169 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στα ανατολικά του νομού και υπάγεται πλέον διοικητικά στον δήμο Ελλησπόντου. Ορεινός βοσκότοπος κοντά στο Μπουρούντι της Αφρικής … Dictionary of Greek
Καλλιάνι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ., 401 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 86 χλμ. ΒΔ της Τρίπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τροπαίων. Ο ορεινός οικισμός Καλλιάνι … Dictionary of Greek
Κλημέντι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 323 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 47 χλμ. Δ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σικυωνίων. Ο ορεινός οικισμός Κλημέντι της Κορινθίας … Dictionary of Greek
Λάκκοι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 356 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο του νομού, 24 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μουσούρων. Ιστορία. Τον Οκτώβριο του 1527 οι Λ.… … Dictionary of Greek
Λιδορίκι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ, 881 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο του νομού, στις νοτιοδυτικές απολήξεις του όρους Γκιώνα, 47 χλμ. Δ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ιστορία. Το Λ.… … Dictionary of Greek
Λογγάστρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 294 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 11 χλμ. ΒΔ της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μιστρά. Ο ορεινός οικισμός Λογγάστρα, στις ανατολικές… … Dictionary of Greek