Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ορίσατε)

  • 1 приезд

    приезд м η άφιξη· с \приездом! καλώς (ορίσατε!, καλώς ήρθατε!
    * * *
    м
    η άφιξη

    с прие́здом! — καλώς ορίσατε!, καλώς ήρθατε!

    Русско-греческий словарь > приезд

  • 2 добро

    I добро II: \добро пожаловать καλώς ώρισες (или ορίσατε) II добро Ι с 1) το καλό 2) (имущество) το βίος, τα αγαθά
    * * *
    I с
    1) το καλό
    2) ( имущество) το βίος, τα αγαθά
    II

    добро́ пожа́ловать — καλώς ώρισες ( или ωρίσατε)

    Русско-греческий словарь > добро

  • 3 милость

    ми́лост||ь
    ж
    1. (великодушие) ἡ ἐδνοια, ἡ εὐμένεια / ἡ χάρις (пощада)/ ἡ καλω-σύνη (одолжение):
    оказывать \милость кому́-либо κά(μ)νω χάρη σέ κάποιον из \милостьи ἀπό οίκτο· сделай \милость, помолчи κάνε μου τήν χάρη νά σωπάσεις·
    2. (расположение) разг ἡ συμπάθεια:
    попа́сть в \милость к кому-либо ἀποκτώ τήν συμπάθεια κάποιου· ◊ сда́ться на \милость победителя παραδίδομαι είς τό ἐλεος τοῦ νικητή· \милостьи просим καλώς ήλθατε, καλώς ὁρίσατε· по чьей-л, \милостьи ἐξ αίτίας κάποιου· скажите на \милость1 разг ἄλλο πάλι τοῦτο!

    Русско-новогреческий словарь > милость

  • 4 приезд

    приез||д
    м ἡ ἄφιξη [-ις], ὁ ἐρχομός:
    с \приезддом! καλώς ὁρίσατε!.

    Русско-новогреческий словарь > приезд

См. также в других словарях:

  • ὁρίσατε — ὁρίζω divide aor imperat act 2nd pl ὁρίζω divide aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • ορίζω — (ΑΜ ὁρίζω, Α ιων. τ. οὐρίζω) [όρος (Ι)] 1. θέτω τα γεωγραφικά όρια ή χρησιμεύω ως όριο, δηλ. προσδιορίζω τη θέση τόπου, χώρας ή λαού (α. «τα Πυρηναία ορίζουν την Ισπανία προς βορράν» β. «τὴν αρχὴν ὥριζεν αὐτῷ ή Ἐρυθρά Θάλαττα», Ξεν.) 2. διατυπώνω …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»