-
21 задавать
(величину, условие) мат. ορίζω, δίνω* *- наперед προσδιορίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > задавать
-
22 назначать
1. (на должность, на пост) διορίζωτοποθετώ2. (состав, режим) προσδιορίζωκαθορίζω3. (ассигновывать) κατανέμω, διανέμω, επιμερίζω 4. (лечение) ορίζω (κούρα/φάρμακα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > назначать
-
23 плата
1. (денежный взнос за услуги) η πληρωμή, το τίμημα, η αμοιβήбез дополнительной - ы χωρίς συμπληρωματική -, освобождение от - ы απελευθέρωση από την -арендная - για ενοικίαση/μίσθωση, το μίσθιο/ενοίκιοзаработная - ο μισθός, οι αποδοχές (πλ.)поразговорная (тлф) - βάσει του χρόνου συνδιάλεξης 2 (диэлектрическая пластина) η διηλεκτρική πλάκαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плата
-
24 пошлина
эк. ο φόρ/ος, ο δασμός, το τέλοςвзимать - у εισπράττω το - о освобождать от - ы αποδεσμεύω από το - о устанавливать - у ορίζω το - отаможенная - τα τελωνειακά τέλη, ο τελωνιακός δασμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пошлина
-
25 принимать
1. (брать у того, кто отдаёт) παίρνω, λαμβάνω 2. (брать в своё ведение, распоряжение) παίρνω, παραλαμβάνω, αναλαμβάνω 3. (брать кого-, что-л. под своё начальство) αναλαμβάνω, προσδιορίζω, ορίζω, προσλαμβάνω 4. (занимать вакантное место, должность и т.п) αποδέχομαι, μπαίνω 5. (включать в состав кого-, чегол.) περιλαμβάνω, παραλαμβάνω, δέχομαι 6. (допускать к себе для переговоров, для беседы) δέχομαι, υποδέχομαι 7. (напр. больного) δέχομαι 8. (проявлять какое-л. отношение к чему-л.) δέχομαι, συμφωνώ, παίρνω 9. (утверждать голосованием) ψηφίζω, παίρνω, εγκρίνω 10. (по радио, телеграфу, телефону) λαμβάνω 11. (приобретать ка-кой-л. вид, какие-л. особенности) αποκτώ 12. (напр. о лекарстве) παίρνω, λαμβάνω 13. (подвергать себя какой-л. процедуре) κάνω, παίρνω 14. (условно допускать что-л., предполагать) δέχομαι, υποθέτω, θεωρώ ^.(соглашаться) δέχομαι, αποδέχομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > принимать
-
26 устанавливать
1. (собирать, монтировать) (προσ)αρμόζω, συναρμολογώ 2. (величину, показание) ρυθμίζω 3. (в какое-л. положение) τοποθετώ, θέτω, βάζω 4. (определять, оценивать, измерять) προσδιορίζω, εκτιμώ, βρίσκω, εξακριβώνω 5. (осуществлять, организовывать, устраивать) οργανώνω, κανονίζω 6. (утверждать, вводить в действие) καθορίζω, εγκαθιστώ 7. (добиваться осуществления чего-л.) κατορθώνω, ορίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > устанавливать
-
27 изволить
изво||литьнесов1. (с инф. для выражения повеления):\изволитьльте выйти! περάστε ἐξω!·2. (для выражения согласия) παρακαλώ, ὀρίστε:дайте мне книгу, изво́льте! δόστε μου τό βιβλίο, \изволить Παρακαλώ!·3. уст. ὁρίζω, προστάζω:чего́ \изволитьлите? τί ὁρίζετε; στούς ὁρισμούς σας;· ◊ теперь \изволитьльте его́ дожидаться τώρα εὐαρεστηθείτε νά τόν περιμένετε, τώρα κόπιασε νά τόν περιμένεις· \изволитьльте радоваться! χαρήτε! -
28 отводить
отводитьнесов1. (кого-л. куда-л.) ὀδηγῶ, προπέμπω, ξεπροβοδίζω/ ἀπάγω, ἀποκομίζω (уводить)/ συνοδεύω (сопровождать):\отводить детей домой φέρνω (или συνοδεύω) τά παιδιά στό σπίτι·2. (в сторону) (μβτα)στρέφω, ἐκτρέπω / παροχετεύω (воду):\отводить русло реки́ στρέφω τόν ροῦν τοῦ ποταμοῦ· \отводить уда́р ἀποκρούω κτύπημα·3. (отклонять, отвергать) ἀπορρίπτω, ἐξαιρώ/ δέν δέχομαι (кандидата и т. п.)·4. (землю, помещение) ὁρίζω, προσδιορίζω· ◊ \отводить ду́шу λέγω τόν πόνο μου· \отводить глаза кому́-л. ξεγελώ κάποιον я не мог отвести́ глаз δέν μπορούσα νά ξεκολλήσω τό βλέμμα μου. -
29 пенсия
пенси||яж ἡ σύνταξη [-ις]:персональная \пенсия ἡ προσωπική σύνταξη· назначить \пенсияю ὁρίζω σύνταξη· уходить на \пенсияю παίρνω σύνταξη. -
30 постановлять
постановлятьнесов ἀποφασίζω, λαμβάνω ἀπόφασιν, ὁρίζω:\постановлять единогласно ἀποφασίζω ὁμόφωνα, παμψηφεί. -
31 предиачертать
предиачерта||тьсов высок. προσχεδιάζω, ὁρίζω, προδιαγράφω. -
32 предлагать
предлагатьнесов1. προτείνω:\предлагать свой услу́гя προσφέρομαι νά βοηθήσω· \предлагать новый проект προτείνω νέο σχέδιο· \предлагать кандидатуру προτείνω τήν ὑποψηφιότητα· \предлагать тост за кого́-л. ἐγείρω πρόποσιν ὑπέρ, κάνω πρόποση γιά κάποιον \предлагать вниманию παρουσιάζω· \предлагать кому́-л. высказаться καλώ κάποιον νά πεῖ τήν γνώμη του· \предлагать задачу βάζω πρόβλημα·2. (предписывать) ὁρίζω, προτείνω· ◊ \предлагать ру́ку (и сердце) κάνω πρόταση γάμου. -
33 прописывать
прописыватьнесов1. (лекарство и т. п.) ὁρίζω·2. (на жительство) δίνω ἄδεια διαμονής. -
34 расценивать
расцениватьнесов, расценить сов1. διατιμώ, ἐκτιμώ, ὁρίζω τήν τιμή·2. (считать) θεωρώ, χαρακτηρίζω. -
35 свидание
свидани||ес τό ραντεβοῦ / ἡ συνέντευ-ξη [-ις], ἡ συνάντηση [-ις] (деловое):назначать \свидание а) δίνω ραντεβοῦ (любовное), б) ὁρίζω συνάντηση (деловое)· идти на \свидание πηγαίνω στό ραντεβοῦ· ◊ до \свиданиея ἀντίο!, ὠρ' βουάρ!, χαίρετε!, γεια χαρά!, καλή ἀντάμωση!· до скорого \свиданиея! γρήγορη ἀντάμωση! -
36 appoint
[ə'point]1) (to give (a person) a job or position: They appointed him manager; They have appointed a new manager.) διορίζω2) (to fix or agree on (a time for something): to appoint a time for a meeting.) (καθ)ορίζω•- appointment -
37 create
[kri'eit]1) (to cause to exist; to make: How was the earth created?; The circus created great excitement.) δημιουργώ2) (to give (a rank etc to): Sir John was created a knight in 1958.) (δι)ορίζω, χρίζω•- creation- creative
- creatively
- creativeness
- creativity
- creator
- the Creator -
38 define
(to fix or state the exact meaning of: Words are defined in a dictionary.) ορίζω- definition -
39 depute
-
40 fix
[fiks] 1. verb1) (to make firm or steady: He fixed the post firmly in the ground; He fixed his eyes on the door.) καρφώνω,στηλώνω,καθηλώνω2) (to attach; to join: He fixed the shelf to the wall.) στερεώνω3) (to mend or repair: He has succeeded in fixing my watch.) επιδιορθώνω,φτιάχνω4) (to direct (attention, a look etc) at: She fixed all her attention on me.) προσηλώνω5) ((often with up) to arrange; to settle: to fix a price; We fixed (up) a meeting.) ορίζω,κανονίζω6) (to make (something) permanent by the use of certain chemicals: to fix a photgraphic print.) (πχ. για χρώμα) σταθεροποιώ, φιξάρω7) (to prepare; to get ready: I'll fix dinner tonight.) φτιάχνω2. noun(trouble; a difficulty: I'm in a terrible fix!) δύσκολη θέση,μπλέξιμο- fixation- fixed
- fixedly
- fixture
- fix on
- fix someone up with something
- fix up with something
- fix someone up with
- fix up with
См. также в других словарях:
ορίζω — ορίζω, όρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ορίζω : η προστακτική αορίστου ορίστε χρησιμοποιείται και ως απάντηση σε κάλεσμα (π.χ. ορίστε, τι θέλετε;) ή ως ερώτηση (πώς;) επιφωνηματική έκφραση (να!) κτλ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὁρίζω — divide pres subj act 1st sg ὁρίζω divide pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορίζω — (ΑΜ ὁρίζω, Α ιων. τ. οὐρίζω) [όρος (Ι)] 1. θέτω τα γεωγραφικά όρια ή χρησιμεύω ως όριο, δηλ. προσδιορίζω τη θέση τόπου, χώρας ή λαού (α. «τα Πυρηναία ορίζουν την Ισπανία προς βορράν» β. «τὴν αρχὴν ὥριζεν αὐτῷ ή Ἐρυθρά Θάλαττα», Ξεν.) 2. διατυπώνω … Dictionary of Greek
ορίζω — όρισα, ορίστηκα, ορισμένος 1. βάζω όριο, σύνορο, καθορίζω τη θέση: Ο Έβρος ορίζει την Ελλάδα και την Τουρκία. 2. προσδιορίζω, καθορίζω χρονικά: Δεν ορίστηκε ακόμα η μέρα των εξετάσεων. 3. είμαι κύριος, εξουσιάζω: Αυτά τα νησιά τα ορίζει η Ελλάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὡρίσθην — ὁρίζω divide plup ind mp 3rd dual ὁρίζω divide aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ὁρίζω divide aor ind pass 1st sg ὁρίζω divide plup ind mp 3rd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρίζεσθε — ὁρίζω divide pres imperat mp 2nd pl ὁρίζω divide pres ind mp 2nd pl ὁρίζω divide imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρίζετε — ὁρίζω divide pres imperat act 2nd pl ὁρίζω divide pres ind act 2nd pl ὁρίζω divide imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρίζῃ — ὁρίζω divide pres subj mp 2nd sg ὁρίζω divide pres ind mp 2nd sg ὁρίζω divide pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρίσουσιν — ὁρίζω divide aor subj act 3rd pl (epic) ὁρίζω divide fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὁρίζω divide fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρίσω — ὁρίζω divide aor subj act 1st sg ὁρίζω divide fut ind act 1st sg ὁρίζω divide aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρισμένα — ὁρίζω divide perf part mp neut nom/voc/acc pl ὡρισμένᾱ , ὁρίζω divide perf part mp fem nom/voc/acc dual ὡρισμένᾱ , ὁρίζω divide perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)