-
1 кругозор
кругозор м о ορίζοντας· широкий (узкий) \кругозор о πλατύς ( περιορισμένος) ορίζοντας* * *мο ορίζονταςширо́кий (у́зкий) кругозо́р — ο πλατύς (περιορισμένος) ορίζοντας
-
2 кругозор
-а α.1. ορίζοντας.2. μτφ. όριο έκτασης αντίληψης•широкий кругозор πλατύς ορίζοντας•
узкий кругозор στενός ορίζοντας•
политический кругозор πολιτικός ορίζοντας.
-
3 горизонт
1. (линия горизонта) о ορίζοντας, о ορίζων- της Γηςискусственный - (нвг.) τεχνητός -2. (горн., геол.) о ορίζοντας, το επίπεδο, η στάθμηисходный - (геод.) αρχικός -основной - горн. βασικός -промежуточный - горн. ενδιάμεσος -условный (геод.) - αναφοράςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > горизонт
-
4 горизонт
-
5 даль
дальж1. τό μακρινό (или τό ἀπόμακρο) μέρος, ἡ μακρά ἀπόσταση [-ις]:это такая \даль! εἶναι τόσο μακριά!·2. поэт. ὁ ὁρίζοντας:голубая \даль ὁ γαλανός ὁρίζοντας. -
6 даль
-и, προθτ. о дали, в дали θ.1. μαρινή έκταση, μακρινό μέρος, το βάθος της έκτασης.2. ορίζοντας•голубая даль γαλανός ορίζοντας.
εκφρ.такая даль ή такую даль – τόσο μακριά, τόσο μακρινή απόσταση. -
7 гирогоризонт
ο γυροσκοπικός ορίζοντας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гирогоризонт
-
8 радиогоризонт
ο ραδιο-ορίζων, ο ραδιο-ορίζοντας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > радиогоризонт
-
9 горизонт
горизонтм прям., перен ὁ ὁρίζοντας, ὁ ὁρίζων:человек с широким \горизонтом ἄνθρωπος μέ εὐρύ ὁρίζοντα· ◊ исчезнуть с \горизонта χάθηκε ἀπ· τόν ὁρίζοντα. -
10 кругозор
кругозорм прям., перен ὁ ὀρίζον-τας [-ων]:политический \кругозор ὁ πολιτικός ὁρίζοντας· человек с широким (с узким) \кругозором ὁ ἀνθρωπος μέ πλατύ (μέ περιοριοσμένο) ὁρίζοντα. -
11 узкий
у́зк||ийприл в разн. знач. στενός:\узкийая ткань τό στενό ὕφασμα· \узкийая обувь τά στενά παπούτσια· \узкийое платье τό στενό φόρεμα· \узкий и длинный μακρόστενος, στενόμακρος· \узкийая улица ὁ στενός δρόμος· \узкий переулок τό στενοσόκακο· \узкийая специальность ἡ στενή εἰδικότητα· \узкий круг друзей ὁ στενός φιλικός κύκλος· \узкий кругозор ὁ στενός ὁρίζοντας· ◊ \узкийое место перен τό ἀδύνατο σημείο, ἡ ἀχίλλειος πτέρνα -
12 горизонт
[γκαριζόντ] ουα. α. ορίζοντας -
13 кругозор
[κρουγκαζόρ] ουσ. α ορίζοντας -
14 горизонт
[γκαριζόντ] ουα. α ορίζοντας -
15 кругозор
[κρουγκαζόρ] ουσ α ορίζοντας -
16 горизонт
-а α.1. ορίζοντας•солнце скрылось за -ом ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από τον ορίζοντα.
2. μτφ. κύκλος γνώσεων, έκταση αντίληψης•человек с широким -ом άνθρωπος με πλατύ ορίζοντα.
3. πλθ. -ы ορίζοντες, κύκλος ενεργειών, δυνατοτήτων•он открал новые -ы в науке αυτός άνοιξε νέους ορίζοντες στην επιστήμη.
4. υδροστάθμη.εκφρ.появиться на -е – εμφανίζομαι στον ορίζοντα(κοινωνικό κλπ.), изчезнуть с -а εξαφανίζομαι από τον ορίζοντα (κοινωνικόν ή άλλον). -
17 небосклон
-а α.ο ορίζοντας. -
18 огненный
επ.1. πύρινος•-ые языки πύρινες γλώσσ.ες (φλόγες).
2. μτφ. πυρόχρωμος•огненный горизонт πύρινος ορίζοντας (κόκκινος).
3. μτφ. σπινθηρίζων λαμπυρίζων•огненный взор πύρινο βλέμμα•
-ые глаза πύρινα μάτια.
4. μτφ. φλογερός, καυστικός, καυτερός, θερμός•огненный поцелуй θερμό φιλί (όλο φωτιά).
5. μτφ. γεμάτος πάθος, έξαρση.εκφρ.- ая речь – πύρινος λόγος•- ые слова – καυτερά λόγια•огненный бой – παλ. πυροβόλο όπλο κανόνι. -
19 окоём
-а α. παλ.πεδίο όρασης• ορίζοντας. -
20 раздвинуть
ρ.σ.μ.1. ανοίγω, χωρίζω•раздвинуть побеги ανοίγω τους βλαστούς, διακλαδίζω•
раздвинуть занавески ανοίγω τις κουρτίνες•
раздвинуть ноги ανοίγω τα πόδια.
|| μετακινώ•раздвинуть стулья μετακινώ λίγο τα καθίσματα.
2. αναμερώ, ανοίγω δίοδο, κάνω δρόμο•раздвинуть толпу ανοίγω δρόμο στο πλήθος.
3. (δια)νοίγω•раздвинуть стол ανοίγω το (πτυσσόμενο) τραπέζι,.
1. ανοίγω, -ομαι, αποχωρίζομαι. || μετακινούμαι λίγο.2. αναμερώ• αποτραβιέμαι,3. μτφ• πλαταίνω, ευρύνομαι•-ется кругозор πλαταίνει ο ορίζοντας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ορίζοντας — (Αστρον.). Η νοητική κυκλική γραμμή, που ορίζεται από το κάθετο προς τη διεύθυνση του ζενίθ επίπεδο και συναντά την ουράνια σφαίρα. Βλ. λ. ουρανός. * * * ο (Α ὁρίζων) η κυκλοτερής νοητή γραμμή κατά την οποία ο ουρανός φαίνεται να εφάπτεται με το… … Dictionary of Greek
ορίζοντας — ο 1. γραμμή όπου φαίνεται πως ο ουρανός ακουμπά στη γη. 2. μτφ., έκταση αντίληψης, γνώσης, ενέργειας: Έχει ευρύ πνευματικό ορίζοντα. 3. κατάσταση γενικά: Ο διεθνής ορίζοντας είναι σκοτεινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορίζοντας, τεχνητός — Όργανο, το οποίο, με διάφορους τρόπους και για διάφορους σκοπούς, υλοποιεί το οριζόντιο επίπεδο ή το ίχνος του. Στο ναυτικό, όταν δεν υπήρχε ή δεν λειτουργούσε με ικανοποιητική συχνότητα και ακρίβεια η ραδιοτηλεγραφική μετάδοση της ώρας,… … Dictionary of Greek
ὁρίζοντας — ὁρίζω divide pres part act masc acc pl ὁρίζων separating circle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εδαφικός υδροφόρος ορίζοντας — Υπόγεια δεξαμενή όπου συγκεντρώνονται τα νερά που πέφτουν στην επιφάνεια της γης. Αυτά τα νερά προέρχονται από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα (βροχές, χιόνια, χαλάζι, κλπ.), τα οποία διεισδύουν μέσα από τα χαλαρά προσχώματα και τα αποσαθρωμένα… … Dictionary of Greek
ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου … Dictionary of Greek
πνευματικός — ή, ό / πνευματικός, ή, όν, ΝΜΑ, και πνευματικός, Ν [πνεύμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πνεύμα (α. «πνευματική επικοινωνία» β. «κινήσεις πνευματικαί», Αριστοτ.) 2. αυτός που αποτελείται από πνεύμα, ο άυλος 3. φρ. α) «πνευματικά… … Dictionary of Greek
φρεάτιος — α, ο / φρεάτιος, ία, ον, ΝΜΑ [φρέαρ, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φρέαρ, πηγαδήσιος 2. αυτός που προέρχεται από φρέαρ 3. το ουδ. ως ουσ. βλ. φρεάτιο νεοελλ. φρ. «φρεάτιος ορίζοντας» γεωλ. ο υδροφόρος ορίζοντας … Dictionary of Greek
Nominative determinism — is a comparatively recent term for the theory that a person s name can have a significant role in determining key aspects of job, profession or even character. It was a commonly held notion in the ancient world. Synonyms and/or related concepts… … Wikipedia
Gesichtskreis — Horizontlinie (Computergrafik) Der Horizont (griech. ορίζοντας „der Gesichtskreis“) ist die Grenzlinie zwischen der sichtbaren Erde und dem Himmel. Der Begriff Horizont wurde von Philipp von Zesen durch den Ausdruck Gesichtskreis eingedeutscht.… … Deutsch Wikipedia
Horizont — Horizontlinie (Computergrafik) Der Horizont (griech. ορίζοντας „der Gesichtskreis“, vgl. auch griech. horizein = begrenzen) ist die Grenzlinie zwischen der sichtbaren Erde und dem Himmel. Der Begriff Horizont wurde von Philipp von Zesen durch den … Deutsch Wikipedia