Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

οπόθεν

См. также в других словарях:

  • ὁπόθεν — whence indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπόθεν — (ΑΜ ὁπόθεν, Α και ιων. τ. ὁκόθεν και επικ. τ. ὁππόθεν) επίρρ. 1. (ως αναφ.) από το μέρος όπου, από όπου («ὁπόθεν... ῥᾴδιον ἧν λαβεῑν οὐκ ἦγον», Ξεν.) 2. (σε σύνθ. με τα μόρ. δή + ποτέ) ὁποθενδήποτε από οποιοδήποτε μέρος, από οπουδήποτε αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • χὠπόθεν — ὁπόθεν , ὁπόθεν whence indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χὡπόθεν — ὁπόθεν , ὁπόθεν whence indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁκόθεν — ὁπόθεν whence ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁποθενοῦν — ὁπόθεν whence indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁππόθεν — ὁπόθεν whence epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουδοπόθεν — οὐδοπόθεν (Α) επίρρ. από κανένα μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέ + επίρρ. ὁπόθεν (πρβλ. μηδ οπόθεν)] …   Dictionary of Greek

  • επιπληρώ — ἐπιπληρῶ, όω (Α) [πληρώ] 1. γεμίζω ώς επάνω, τελείως 2. μτφ. συσσωρεύω, συναθροίζω 3. μέσ. φρ. «ἐπιπληροῡμαί τι» συγκροτώ το πλήρωμα πλοίου («καὶ ὅτι οὐδ’ ὁπόθεν ἐπιπληρωσόμεθα τὰς ναῡς ἔχομεν», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • μηδοπόθεν — (Α) επίρρ. από κανένα μέρος, από πουθενά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηδέ + επίρρ. ὁπόθεν] …   Dictionary of Greek

  • οκόθεν — ὁκόθεν (Α) ιων. τ. βλ. οπόθεν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»