Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οπωσδήποτε

  • 1 οπωσδηποτε

        adv. тж. раздельно Dem., Arst. = ὁπωσδή См. οπωσδη 2

    Древнегреческо-русский словарь > οπωσδηποτε

  • 2 οπωσδήποτε

    ὅπως
    as: indeclform (adverb)

    Morphologia Graeca > οπωσδήποτε

  • 3 ὁπωσδήποτε

    ὅπως
    as: indeclform (adverb)

    Morphologia Graeca > ὁπωσδήποτε

  • 4 οπωσδήποτε

    επίρρ. обязательно; во что бы то ни стало; непременно; любым способом;

    πρέπει οπωσδήποτε να φύγουμε — мы

    должны любым способом уйти;

    θα έρθω οπωσδήποτε — я непременно, обязательно приеду

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > οπωσδήποτε

  • 5 οπωσδήποτε

    en definitiva

    Griechisch-Katalanisch Wörterbuch > οπωσδήποτε

  • 6 οπωσδήποτε

    mutlaka, ne olursa olsun

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > οπωσδήποτε

  • 7 οπωσδήποτε

    1) acrobate
    2) bien

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > οπωσδήποτε

  • 8 behemehal

    οπωσδήποτε, σε κάθε περίπτωση

    Türkçe-Yunanca Sözlük > behemehal

  • 9 kesinlikle

    οπωσδήποτε, (tumuyle) απόλυτα, απολύτως

    Türkçe-Yunanca Sözlük > kesinlikle

  • 10 muhakkak

    οπωσδήποτε, ασφαλώς, βέβαια

    Türkçe-Yunanca Sözlük > muhakkak

  • 11 mutlaka

    οπωσδήποτε, εξάπαντος, ασυζητητί

    Türkçe-Yunanca Sözlük > mutlaka

  • 12 безусловно

    безусловно ασφαλώς, οπωσδήποτε он, \безусловно, прав έχει απόλυτα δίκαιο
    * * *
    ασφαλώς, οπωσδήποτε

    он безусло́вно прав — έχει απόλυτα δίκαιο

    Русско-греческий словарь > безусловно

  • 13 как-нибудь

    как-нибудь 1) κάπως κατά κάποιο τρόπο (каким-л. об разом)9 οπωσδήποτε (любым способом) 2) (когда-нибудь) καμιά φορά, κάποτε я \как-нибудь зайду καμιά φορά θα περάσω
    * * *
    1) κάπως· κατά κάποιο τρόπο (каким-л. образом); οπωσδήποτε ( любым способом)
    2) ( когда-нибудь) καμιά φορά, κάποτε

    я ка́к-нибудь зайду́ — καμία φορά θα περάσω

    Русско-греческий словарь > как-нибудь

  • 14 угодно

    угодно: когда \угодно όταν θέλετε· где \угодно όπου θέλετε, όπου κι αν είναι* какой \угодно οποιοσδήποτε* кто \угодно οποιοσδήποτε* что \угодно οτιδήποτε" что вам \угодно? τι επιθυμείτε; как \угодно οπωσδήποτε· как вам \угодно όπως σας αρέσει
    * * *

    когда́ уго́дно — όταν θέλετε

    где уго́дно — όπου θέλετε, όπου κι αν είναι

    како́й уго́дно — οποιοσδήποτε

    кто уго́дно — οποιοσδήποτε

    что уго́дно — οτιδήποτε

    что вам уго́дно? — τι επιθυμείτε

    как уго́дно — οπωσδήποτε

    как вам уго́дно — όπως σας αρέσει

    Русско-греческий словарь > угодно

  • 15 быть

    ρ.δ. (στον ενστ. απαντά μόνο στο γ' ενκ. προσ. «есть» και παλ. στο γ' πλθ. προσ. «суть»; μελ. «буду», «будешь»; παρλθ. χρ. «был», «была», «было»; με άρνηση: «не был», «не была», «не было»; προστ. «будь»; μτχ. παρλθ. χρ. «бывший»; επιρ. μτχ. будучи)
    1. υπάρχω, είμαι• υφίσταμαι•

    его еще не было, когда произошло это αυτός ακόμα δεν υπήρχε (δεν είχε γεννηθεί), όταν συνέβηκε αυτό.

    2. εχω•

    у него был внук αυτός είχε εγγόνι.

    || βρίσκομαι•
    3. παραβρίσκομαι, είμαι παρών•

    я был на приеме ήμουν σε ακρόαση•

    был в отсуствии ήμουν απών (απουσίαζα).

    4. γίνομαι•

    заседание будет завтра η συνεδρίαση θα γίνει αύριο.

    5. (συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα) είμαι•

    я был болен ήμουν άρρωστος.

    || γίνομαι, καθίσταμαι•

    кем хочешь -? τι θέλεις να γίνεις;(για επάγγελμα, ειδικότητα).

    6. (βοηθτ. ρ.) είμαι•

    город был взят η πόλη καταλήφθηκε.

    7. (μόριο μέλλοντα) θα•

    он будет читать αυτός θά διαβάζει,

    εκφρ.
    быть можетκ. может быть βλ. στη λ. мочь 1
    быть так – ας είναι (ας γίνει) έτσι•
    быть (чему) – απαραίτητα, οπωσδήποτε θα συμβεί•
    быть беде – οπωσδήποτε θα έρθει συμφορά•
    так и быть – ας γίνει (ας είναι) κι έτσι•
    быть за кого – είμαι με το μέρος κάποιου•
    быть за одно с кем – έχω τις ίδιες ιδέες με κάποιον, είμαι το ι’διο με κάποιον•
    как -? – τι να γίνει;•
    будь что будет – ας γίνει ό,τι θέλει•
    была не была – πρέπει να ριψοκινδυνέψω, ό,τι βγει, ό,τι γίνει•
    что будет, то будет – ό,τι γίνει ας γίνει, ό,τι έβρεξε, κατέβασε.

    Большой русско-греческий словарь > быть

  • 16 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 17 непременно

    επίρ.
    απαραίτητα, οπωσδήποτε•

    непременно приду οπωσδήποτε θα έρθω.

    Большой русско-греческий словарь > непременно

  • 18 стать

    стать 1) (встать) στέκομαι· \стать в очередь παίρνω σειρά, στέκομαι στη σειρά 2) (сделаться) γίνομαι* \стать учителем γίνομαι δάσκαλος; стало темно σκοτείνιασε; βράδιασε (с наступлением вечера ) 3) (остановиться) σταματώ; часы
    * * *
    1) ( встать) στέκομαι

    стать в о́чередь — παίρνω σειρά, στέκομαι στη σειρά

    2) ( сделаться) γίνομαι

    стать учи́телем — γίνομαι δάσκαλος

    ста́ло темно́ — σκοτείνιασε; βράδιασε ( с наступлением вечера)

    3) ( остановиться) σταματώ

    часы́ ста́ли — το ρολόι σταμάτησε

    ••

    во что́ бы то ни ста́ло — οπωσδήποτε, με κάθε τρόπο

    Русско-греческий словарь > стать

  • 19 безусловно

    безусловно
    1. нареч ἐξάπαντος, ὁπωσδήποτε;
    2. вводн. сл. βεβαίως, ἀσφαλώς, ἀναμφιβόλως.

    Русско-новогреческий словарь > безусловно

  • 20 непременно

    непременн||о
    нареч ἐξάπαντος, ὁπωσδήποτε, τό δίχως ἀλλο:
    он к вам \непременно зайдет (αυτός) ἐξάπαντος θά σας ἐπισκεφθεί.

    Русско-новогреческий словарь > непременно

См. также в других словарях:

  • οπωσδήποτε — (Α ὅπως δήποτε και ὁπωσδήποτε) επίρρ. με οποιονδήποτε τρόπο («πέπρακται νυνὶ τοῡθ ὁπωσδήποτε», Δημοσθ.) νεοελλ. εξάπαντος, όπως και να έχει το πράγμα («θα έλθω οπωσδήποτε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. ὅπως δήποτε] …   Dictionary of Greek

  • οπωσδήποτε — επίρρ. τροπ., με οποιοδήποτε τρόπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁπωσδήποτε — ὅπως as indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπωσδήποτ' — ὁπωσδήποτε , ὅπως as indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»