-
1 где
επίρ.1. ερωτ. που;•где вы работаете? που δουλεύετε;
2. τοπ. πού•вот где να που.
3. αναφ. όπου•везде хорошо где нас нет παντού είναι καλά, όπου εμείς δεν είμαστε, ή• αόρ. πα-ντούι, όπου και αν, οπουδήποτε•
где он ни останавливается... παντού, όπου κι αν αυτός σταματά... где бы то не было οπουδήποτε, παντού όπου και να μη•
больше чем где бы то ни было περσσότερο παρά πουθενά αλλού ή οπουδήποτε αλλού•
εκφρ. где ему справиться (с этим делом) που να τα βγάλει πέρα (μ’ αυτή την υπόθεση)• где (уж) ему понять! που να καταλάβει αυτός! где;• где уж; где (уж) только παντού, πανταχού•где-где παλ. α) κάπου-κάπου, εδώ κι εκεί, αραιά και που. β) παντού, -αχού.
где бы – αντί να•где бы нам плакать - песни поём – αντί να κλαίμε - τραγουδάμε. -
2 где
где 1. (вопрос) πού \где по чта? πού βρίσκεται το ταχυδρομείο; \где вы были? πού ήσαστε; 2. союз όπου, που; \где бы ни όπου κι αν, οπουδήποτε; -бы то ни было όπου κι αν είναι* * *1.( вопрос) πούгде по́чта? — πού βρίσκεται το ταχυδρομείο
2.где вы бы́ли? — πού ήσαστε
союз όπου, πουгде бы ни — όπου κι αν, οπουδήποτε
где бы то ни́ было — όπου κι αν είναι
-
3 куда-либо
-
4 откуда-либо
откуда-либо, откуда-нибудь από κάπου, απ* οπουδήποτε* * *= откуда-нибудьαπό κάπου, απ' οπουδήποτε -
5 где
гденареч1. вопр. ποῦ:\где вы живете? ποῦ κατοικείτε;, ποῦ μένετε;· \где вы работаете? ποῦ δουλεύετε;, ποῦ ἐργάζεστε;·2. относ. ὀπου:\где бы то ни было ὁπουδήποτε· больше, чем \где бы то ни было περισσότερο παρά ὁπουδήποτε ἀλλοῦ· ◊ \где ему́ справиться! ποῦ νά τά βγάλει πέρα! -
6 куда
куданареч1. вопр. ποῦ, γιά πού:\куда ты идешь? πού πᾶς;· \куда он уехал? γιά πού ἐφυγε;·2. относ. ὀπου, πού· 3.:\куда бы то ни было ὁπουδήποτε, ὅπου (κἰ ἄν), ὅπου καί νά εἶναι, ὅπου καί νά ήτανε· \куда (бы) ни пошел ὅπου (или ὁπουδήποτε) κι ἄν πάει·4. (зачем, для чего) разг γιατί, προς τί:\куда тебе столько книг? γιατί τόσα βιβλία;·5. (гораздо) разг:\куда лу́чше πολύ καλλίτερα· \куда больше πολύ περισσότερο· \куда меньше πολύ (ό)λιγώτε-ρο· ◊ хоть \кудаΙ разг μιά χαρά!, φίνος!· \куда ни шло! ἔστω!, ἄς εἶναι! -
7 куда-нибудь
επίρ.οπουδήποτε•спрячьте это куда-нибудь κρύψτε αυτό οπουδήποτε.
-
8 откуда-либо
откуда-либо, откуда-нибудьнареч ἀπ· ὁπουδήποτε, ἀπό κάπου. -
9 откуда-нибудь
откуда-либо, откуда-нибудьнареч ἀπ· ὁπουδήποτε, ἀπό κάπου. -
10 угодно
угодн||о1. предик безл:что вам \угодно? τΐ ἐπιθυμείτε;· как вам \угодно ὅπως ἐπιθυμείτἐ если вам \угодно ἄν θέλετε· делайте все, что (вам) \угодно κάνετε ὁτι σᾶς ἀρέσει·2. частица:кто \угодно ὁ καθένας, ὁποιοσδήποτε· что \угодно ὁτιδήποτε· как \угодно (безразлично как) ὅπως σας ἀρέσει, ὅπως ἀγα-πᾶτε· куда́ \угодно, где \угодно ὅπου νάναι, ὁπουδήποτε· сколько \угодно ὅσα θέλεις· сколько (душе́) \угодно разг δσα τραβάει ἡ καρδιά σου. -
11 откуда-нибудь
[οτηοΛντα-νιμπούΙ"] εκίρ. απ’ οπουδήποτε -
12 откуда-нибудь
[οτηοΛντα-νιμπούΙ"] επίρ απ’ οπουδήποτε -
13 где-нибудь
επίρ.τοπ. κάπου• όπου να είναι, οπουδήποτε. -
14 откуда-нибудь
επίρ.από οπουδήποτε, από οποιοδήποτε μέρος, απ όπου κι αν, ο(πο)θενδήποτε. || από αποιονδήποτε, από οιονδήποτε. -
15 угодно
1. ως κατηγ. (με δοτ.) θέλω, επιθυμώ, αρέσω• χρειάζομαι•что вам -? τι επιθυμείτε; τί θέλετε; τι σας αρέσει; τι γουστάρετε;•
угодно ли вам? σας αρέσει άραγε;•
угодно ли вам молока θέλετε λίγο γάλα;
2. μόριο• μετά από αντωνυμία ή επίρρημα σχηματίζονται συνδυασμοί με οριστική σημασία•где угодно όπου να είναι, αδιάφορο που, όπου θέλεις•
как угодно αδιάφορο πως, όπως να είναι, όπως θέλεις•
какой угодно αδιάφορο ποιος, οποιοσδήποτε•
когда угодно όποτε να είναι, οποτεδήποτε•
кто угодно αδιάφορο ποιος, οποιοσδήποτε•
куда угодно αδιάφορο που, οπουδήποτε•
откуда угодно αδιάφορο από που, ο-ποθενδήποτε•
сколько угодно όσα θέλεις, οσαδήποτε•
что угодно ό,τι θέλεις, ό,τι θέλει η ψυχή σου, ο,τιδήποτε.
εκφρ.если угодно – ίσως, μπορεί, είναι δυνατόν, μπορώ να πω• Ηθ•угодно ли – θα θέλατε• έχετε την καλοσύνη• δε σας κάνει κόπο • είναι καλό,σωστό, αρεστό; -
16 хоть
1. σύνδεσμος παραχωρητικός ή εναντιωματικός• αν και, ενώ, μολονότι, μόλον που, κι ας•хоть он беден, но честен αν και είναι φτωχός, όμως είναι τίμιος•
ему дали награждение, хоть он и не заслужил του έδοσαν βραβείο κι ας μην το άξιζε.
2. μόριο• έστω (και), τουλάχιστο, μόνο•приходите ко мне хоть на несколько минут ελάτε σε μένα, έστω και για λίγα λεπτά.
|| και, κι αν ακόμα•лживый правду скажет, никто не поверить ο ψεύτης κι αν ακόμαι πει την αλήθεια, κανένας δε θα τον πιστέψει•
хоть бы я и хотел, то не могу κι αν ακόμα ήθελα, όμως δε μπορώ•
хоть убей, не знаю σκότωσε με, δεν ξέρω τίποτε.
|| μόριο επιτακτικό•хоть что ό,τι θέλεις, ό,τι σου αρέσει•
хоть кто οποιοσδήποτε•
хоть где, хоть куда οπουδήποτε•
хоть какой-нибудь οποιοσδήποτε•
хоть где-нибудь αδιάφορο που.
εκφρ.хоть бы – κ. хошь бы α) βλ. παραπάνω 2 σημ. β) κι αν από α, έστω και να μη. γ) τουλάχιστο• καλά θα ήταν•хоть бы и так – έστω κι έτσι.
См. также в других словарях:
οπουδήποτε — (Α ὁπουδήποτε) επίρρ. σε οποιονδήποτε τόπο, σε οποιοδήποτε μέρος ή σημείο, όπου και αν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπου + αορστλ. μόριο δήποτε (πρβλ. οπωσ δήποτε)] … Dictionary of Greek
οπουδήποτε — επίρρ. τοπ., σ όποιο μέρος, παντού: Οπουδήποτε βρεθείς μην ξεχνάς αυτά που σου είπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οπόθεν — (ΑΜ ὁπόθεν, Α και ιων. τ. ὁκόθεν και επικ. τ. ὁππόθεν) επίρρ. 1. (ως αναφ.) από το μέρος όπου, από όπου («ὁπόθεν... ῥᾴδιον ἧν λαβεῑν οὐκ ἦγον», Ξεν.) 2. (σε σύνθ. με τα μόρ. δή + ποτέ) ὁποθενδήποτε από οποιοδήποτε μέρος, από οπουδήποτε αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
οπουδηποτούν — ὁπουδηποτοῡν (Α) επίρρ. οπουδήποτε και αν, σε οποιονδήποτε τόπο και αν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπουδήποτε + οὖν (πρβλ. οπωσδηποτ ούν)] … Dictionary of Greek
πη — (I) Α (δωρ. επίρρ.) 1. κάπου, οπουδήποτε («αλλη πη», Επιγρ. Κυρ.) 2. σε πλάγια ερώτηση («ἴσατι πῆ ἐστι», Επιγρ. Επιζ. Λοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πο ]. (II) και ιων. τ. κη και δωρ. τ. πα Α Α (εγκλιτ. μόριο) Ι. (τροπ.) 1. κατά κάποιο τρόπο, τρόπον… … Dictionary of Greek
όπου — και οπού (ΑΜ ὅπου, ιων. τ. ὅκου) (αναφ. επίρρ.) 1. (ως τοπ.) στον τόπο που, εκεί που, σε όποιον τόπο (α. «άφησέ το όπου θέλεις» β. «τῆς πόλεως ὅπου κάλλιστον στρατοπεδεύσασθαι», Πλάτ.) 2. (για χρόνο ή περίσταση) οπότε, οσάκις, σε όποια περίπτωση… … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
αμοί — (διεθν. Amoy, κινέζ. Xiamen).Πόλη (458.000 κάτ. το 2002) της ΝΑ Κίνας στην επαρχία Φουκιέν. Είναι χτισμένη στο ομώνυμο νησί και στο γειτονικό νησάκι Κουλαγκσού, που βρίσκονται στο κεντρικό τμήμα του κόλπου όπου εκβάλλει o ποταμός Κιουλούνγκ… … Dictionary of Greek
δήποθεν — επίρρ. (Α) από οποιοδήποτε μέρος, από οπουδήποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < δη* + επίρρ. πόθεν*] … Dictionary of Greek