-
1 ομιχλώδης
ὀμιχλώδηςmist-like: masc /fem acc pl (attic epic doric)ὀμιχλώδηςmist-like: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)ὀμιχλώδηςmist-like: masc /fem nom sg -
2 ὀμιχλώδης
ὀμιχλώδηςmist-like: masc /fem acc pl (attic epic doric)ὀμιχλώδηςmist-like: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)ὀμιχλώδηςmist-like: masc /fem nom sg -
3 ομιχλωδης
-
4 ὀμιχλώδης
A v. ὀμιχλοειδής.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀμιχλώδης
-
5 ομιχλώδης
ης, ώδες туманный (тж. перен.); мглистый;ομιχλώδης ομιλία — туманная речь
-
6 ομιχλώδης
[омихлодис] επ туманный. -
7 ὁμιχλώδης
ὁμιχλ-ώδης, ες, u. ὁμιχλο-ειδής, ές, nebelartig, wolkig, trübe -
8 ομιχλώδης
brumeux -
9 ομιχλώδης
mglisty przym. -
10 ομιχλώδης
1) mlhavý2) mlžný -
11 ομιχλώδης
1) foggy2) mistyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ομιχλώδης
-
12 ομιχλώδη
ὀμιχλώδηςmist-like: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ὀμιχλώδηςmist-like: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ὀμιχλώδηςmist-like: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
13 ὀμιχλώδη
ὀμιχλώδηςmist-like: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ὀμιχλώδηςmist-like: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ὀμιχλώδηςmist-like: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
14 ομιχλοειδης
-
15 ομιχλώδες
-
16 ὀμιχλῶδες
-
17 ομιχλώδεις
ὀμιχλώδηςmist-like: masc /fem acc plὀμιχλώδηςmist-like: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
18 ὀμιχλώδεις
ὀμιχλώδηςmist-like: masc /fem acc plὀμιχλώδηςmist-like: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
19 μιχθαλόεις
μιχθαλόεις, εσσα, εν, = ὀμιχλώδης, ἦρ, Coluth. 208, man vermuthet ἀμιχϑαλόεις.
-
20 θολερ-ώδης
θολερ-ώδης, ες, von trübem Ansehn, Theophr., καὶ ὀμιχλώδης, l. d.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὀμιχλώδης — mist like masc/fem acc pl (attic epic doric) ὀμιχλώδης mist like masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ὀμιχλώδης mist like masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομιχλώδης — ες (Α ὀμιχλώδης και ὁμιχλώδης, ῶδες) [ομίχλη] γεμάτος ομίχλη («οὔσης δὲ τῆς ἡμέρας ὀμιχλώδους διαφερόντως», Πολ.) νεοελλ. φρ. «ομιχλώδης έρημος» γεωλ. περιοχή τής χέρσου που καλύπτεται από ομίχλη κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια τού έτους αλλά δέχεται … Dictionary of Greek
ομιχλώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που έχει, που είναι γεμάτος από ομίχλη: Καιρός ομιχλώδης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀμιχλώδη — ὀμιχλώδης mist like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀμιχλώδης mist like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀμιχλώδης mist like masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμιχλῶδες — ὀμιχλώδης mist like masc/fem voc sg ὀμιχλώδης mist like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμιχλώδεις — ὀμιχλώδης mist like masc/fem acc pl ὀμιχλώδης mist like masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμιχλώδους — ὀμιχλώδης mist like masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηέριος — ἠέριος, ίη, ον (Α) 1. πρωινός, αυγινός («ἠερίη δ ἀνέβη μέγαν οὐρανόν», Ομ. Ιλ.) 2. (για τόπο) εκτεθειμένος στον αέρα, ευήνεμος 3. (για πτηνά) αυτός που ζει, που πετά στον αέρα 4. αυτός διά μέσου τού οποίου δύσκολα μπορεί να δει κανείς, ομιχλώδης… … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
αέριος — (4oς αι. μ.Χ.).Αιρετικός, φίλος του Ευσταθίου, τον οποίο αργότερα κατασυκοφάντησε με αφορμή τη χειροτονία του σε μητροπολίτη. Ο Α., προφανώς εξαιτίας του φθόνου του για τον Ευστάθιο, δίδασκε ότι το αξίωμα του επισκόπου είναι περιττό και,… … Dictionary of Greek
αμιχθαλόεις — ἀμιχθαλόεις, εσσα, εν (Α) 1. απροσπέλαστος, αφιλόξενος 2. (με άλλη ερμηνεία) καταχνιασμένος, ομιχλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που απαντά συνήθως σε θηλυκό γένος, ως προσδιορισμός του τοπωνυμίου Λήμνος (ἀμιχθαλόεσσα Λήμνος). Η … Dictionary of Greek