Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ομαδική

  • 1 ομαδικός

    η, ό[ν]
    1) групповой;

    με ομαδικές προσπάθειες — общими усилиями;

    2) массовый, серийный;

    ομαδική εξόντωση — массовое уничтожение;

    ομαδική παραγωγή — серийное производство

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ομαδικός

  • 2 κοσμικός

    η, ό[ν]
    1) космический;

    κοσμική ταχύτητα — космическая скорость;

    ομαδική κοσμική πτήση — групповой космический полёт;

    κοσμικές ακτίνες — космические лучи;

    κοσμικός πύραυλος — космическая ракета;

    κοσμικό σύστημα — космическая система;

    2) светский;

    κοσμική κυρία (ζωή) — светская дама (жизнь);

    κοσμικοί κύκλοι — светское общество;

    κοσμική κίνηση — хроника светской жизни, светские новости;

    3) светский, мирской;

    § κοσμικό κέντρο — аристократический центр (кафе, ресторан, курорт и т. п.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κοσμικός

  • 3 πτήση

    [-ήσις (-εως)] η
    1) полёт; перелёт;

    νυκτερινή πτήση — ночной полёт;

    πτήση στο διάστημα — или διαστημική ( — или κοσμική) πτήση — космический полёт;

    ομαδική πτήση — групповой полёт;

    τροχιακή πτήση — орбитальный полёт;

    τυφλή πτήση — слепой полёт;

    εν πτήσει — или κατά την πτήση — во время полёта;

    διαπλανητικές πτήσεις — межпланетные путешествия;

    2) взлёт; вылет

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πτήση

См. также в других словарях:

  • καραβάνι — Ομαδική πορεία, κυρίως μεταναστών, προσκυνητών ή εμπόρων, η οποία συνήθως πραγματοποιείται με καμήλες, υποζύγια ή τροχοφόρα. Η λέξη κ. προέρχεται από την περσική λέξη κερβάν, που χαρακτήριζε αρχικά τις νομαδικές φυλές, είτε αυτές μετακινούνταν… …   Dictionary of Greek

  • Μαστιχοχώρια — Ομαδική ονομασία οικισμών της Χίου. Βρίσκονται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού, στην περιοχή που καλλιεργείται ο μαστιχοφόρος σχίνος, από τον κορμό του οποίου συλλέγεται η μαστίχα, που αποτελούσε για πολλούς αιώνες κύριο και σχεδόν αποκλειστικό… …   Dictionary of Greek

  • μπάσκετ-μπολ ή καλαθοσφαίριση — Ομαδική αθλοπαιδιά που διεξάγεται μέσα σε προκαθορισμένα χρονικά όρια, κατά τα οποία οι δύο αντιμέτωπες ομάδες, ενώ κάθε μια προστατεύει ένα ειδικό καλάθι, προσπαθούν να στείλουν με τα χέρια μια μπάλα στο καλάθι της αντίπαλης ομάδας. Κάθε φορά… …   Dictionary of Greek

  • ομαδικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα σύνολο, σε μία ομάδα ανθρώπων («ομαδικό πνεύμα») 2. αυτός που γίνεται από ομάδες ή κατά ομάδες (α. «ομαδική απεργία» β. «ομαδική αποχώρηση») 3. φρ. α) «ομαδικά αγωνίσματα» ή «ομαδικά αθλήματα» αθλητικά …   Dictionary of Greek

  • ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… …   Dictionary of Greek

  • επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • διαβόηση — η (Α διαβόησις) νεοελλ. 1. η γνωστοποίηση που γίνεται με μεγάλη βοή, με μεγαλόφωνη διαλάληση 2. η ομαδική επιδοκιμασία και, ακόμη συχνότερα, η ομαδική αποδοκιμασία αρχ. η μεγαλόφωνη κραυγή …   Dictionary of Greek

  • διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • πανζουρλισμός — ο 1. κατάσταση στην οποία επικρατούν σύγχυση, αταξία και θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ατόμων 2. (κατ επέκτ.) κατάσταση ομαδικού ενθουσιασμού που εκδηλώνεται με επευφημίες, υστερικές κραυγές και θορύβους, ομαδική υστερία, ομαδική τρέλα.… …   Dictionary of Greek

  • δημοτικό τραγούδι — Το τραγούδι που συνιστά τη λυρική έκφραση του λαού. Τα δύο κύρια συστατικά του στοιχεία είναι η μουσική και ο λόγος. Σε πολλές περιπτώσεις ο μουσικός αυτός λόγος συνοδεύεται και από χορό. Το δ.τ. πέρασε από διάφορες φάσεις εξέλιξης, τόσο της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»