Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ολόκληρη

  • 21 περιδρομιάζω

    1. αμετ. объедаться;
    2. μετ. съесть, справиться (с большим количеством пищи); περιδρόμιασε ολόκληρη χήνα он съел целого гуся

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περιδρομιάζω

  • 22 συντηρώ

    (ε) μετ.
    1) сохранять, поддерживать; 2) перен. содержать; поддерживать (материально);

    συντηρ ολόκληρη την οικογένεια — содержать, кормить всю семью;

    συντηρούμαι — жить (на какие-л. средства);

    πώς συντηρείται; — на что, на какие средства он живёт?

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συντηρώ

  • 23 ώρες

    в ночное время;

    η ώρες τού φαγητού (της ανάπαυσης) — час обеда (отдыха);

    οι ώρες της εργασίας (των μαθημάτων) часы работы (занятий);
    ώρες ακροάσεων приёмные часы;

    είναι πολλή ώρες, πού εφυγε — прошло много времени с тех пор, как он уехал;

    δεν είναι ώρες γι' αστεία — не время для шуток;

    είναι ώρες να... — время, пора (делать что-л.);

    πρίν της ώρεςας — или πρίν την ώρες — раньше времени, преждевременно;

    εν ώρες πολέμου — в военное время;

    3) часы;

    δεν έχω ώρες απάνω μου — у меня нет при себе часов;

    4) уст. время года;

    εν ώρες χείμώνος — зимой, в условиях зимы, в зимнее время;

    αί ώραι τού έτους времена года;

    § ώρες καλή! — или η ώρες η καλή! — доброго пути!;

    ώρες του καλή! — скатертью дорога!;

    καλή του ώρες — дай бог ему здоровья;

    καλή ώρες — а) в добрый час;

    б) точно такой, (как);

    μιά ολόκληρη ώρες — битый час;

    ώρες της αιχμής (или του συνωστισμού) часы пик;

    φαγητό της ώρεςας — заказное блюдо;

    προς ώρεςαν — временно, на время;

    από ώρες σε ώρες — или από ώρεςας εις ώρεςαν — или ώρες τη ώρες — или ώρες με την ώρες — с часу на час, очень скоро;

    σήμανε η ώρες — пробил час;

    μιά ώρες πρωτήτερα — чем раньше, тем лучше;

    ώρες την ώρεςили ώρες ώρες — иногда, порой, временами, время от времени;

    απάνου στην ώρες — как риз в тот момент;

    γιά ( — или διά) την ώρες — пока (что);

    στην ( — или εις την, με την) ώρες σου — вовремя, кстати;

    παρ' ώρεςαν — не вовремя;

    είναι στην ώρες της — она скоро родит;

    δεν βλέπω την ώρες να... — страстно желать..., ждать не дождаться (чего-л.);

    κακή ώρες να τον εΰρει ( — или να τον έχει) — чтоб ему ни дна ни покрышки

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ώρες

  • 24 nation-wide

    adjective, adverb ((happening etc) throughout the whole nation: a nation-wide broadcast; They travelled nation-wide.) πανεθνικός,σ'ολόκληρη τη χώρα

    English-Greek dictionary > nation-wide

  • 25 битый

    1. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. του ρ.бить.
    2. επ. χτυπημένος. || σπασμένος, θραυσμένος.
    3. νικημένος, ηττημένος.
    4. σκοτωμένος, φονευμένος, νεκρός.
    εκφρ.
    битый час – χαμένος χρόνος (καιρός)• ολόκληρη ώρα, πολύς χρόνος•
    - ые сливки – καϊμάκι, αφρός (από το χτύπημα).

    Большой русско-греческий словарь > битый

  • 26 впереди

    επίρ.
    1. μπροστά, έμπροσθεν•

    впереди показался Парфенон μπροστά φάνηκε ο Παρθενώνας.

    2. στο μέλλον•

    у тебя целая жизнь -μπροστά σου έχεις μια ολόκληρη ζωή.

    3. επικεφαλής•

    он шел впереди всех αυτός πήγαινε μπροστά απ’ όλους (προπορεύονταν).

    εκφρ.
    быть впереди – υπερέχω, ξεπερνώ, προπορεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > впереди

  • 27 круглый

    επ., βρ: кругл, кругла, кругло;
    1. στρογγυλός•

    круглый стол στρογγυλό τραπέζι•

    -ая шляпа στρογγυλό καπέλο.

    || πλήρης, γεμάτος• χοντρός•

    круглый мужчина γεμάτος άντρας•

    -ое лицо στρόγγυλο πρόσωπο.

    2. ολόκληρος, όλος•

    круглый год ολόκληρος χρόνος (ολοχρονίς)•

    круглый день ολόκληρη μέρα (ολημερίς)•

    -ые сутки ολόκληρο εικοσιτετράωρο.

    3. πλήρης• μεγάλης ολκής•

    -дурак πέρα για πέρα βλάκας•

    -ое, невежество πλήρης αμάθεια (αγραμματοσύνη).

    εκφρ.
    отличный
    -ая отличница – άριστος μαθητής, άριστη μαθήτρια• -
    -ая сироте ορφανός από πατέρα και μάνα•
    -ая сумма; -ое состояние – μεγάλο (σεβαστό) ποσό•
    круглый счёт; -ые цифры – στρόγγυλος λογαριασμός, στρόγγυλοι αριθμοί (χωρίς δεκαδικούς)•
    за -ым столом – στο στρογγυλό τραπέζι (με ίσα δικαιώματα)•
    делать -ые глаза – γουρλώνω τα μάτια(παραξενεύομαι, θαυμάζω)•
    учиться на -ые пятёрки – μαθαίνω άριστα (όλο πεντάρια).

    Большой русско-греческий словарь > круглый

  • 28 ледостав

    α.
    πάγωμα ποταμού σε ολόκληρη την επιφάνεια.

    Большой русско-греческий словарь > ледостав

  • 29 лихорадить

    -ажу, -адишь
    ρ.δ.
    1. έχω μεγάλο πυρετό, καίγομαι, φλέγομαι από τον πυρετό.
    2. (απρόσ.) ταράζω•

    целую неделю его -ло ολόκληρη βδομάδα τον τάραζε πυρετός μερίγος.

    Большой русско-греческий словарь > лихорадить

  • 30 полный

    επ., βρ: полон κ. παλ. полон, полна, полно.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πλήρης, γεμάτος, μεστός•

    полный стакан воды γεμάτο ποτήρι, νερό•

    стакан полный водой ποτήρι, γεμάτο με νερό•

    все уличы -ы народом όλοι, οι δρόμοι είναι γεμάτοι λαό•

    полный карман деньги ή деньгами γεμάτη τσέπη χρήματα•

    глаза -ые слёз μάτια γεμάτα δάκρυα•

    взгляд полный ненависти ματιά γεμάτη μίσος•

    он полный мечтаний αυτός είναι όλος όνειρα•

    человек полный надежд άνθρωπος όλο ελπίδες•

    -ая победа ολοκληρωτική νίκη•

    -ое разоружение πλήρης αφοπλισμός•

    развить -ую скорость αναπτύσσω όλη την ταχύτητα.

    2. συνεπαρμένος, κυριευμένος, κατειλημμένος.
    3. απεριόριστος, απόλυτος•

    -ая власть πλήρης εξουσία•

    -ая свобода πλήρης ελευθερία.

    4. ολόκληρος•

    полный рабочий день ολόκληρη εργατική μέρα•

    полный метр ολόκληρο μέτρο•, ему -ые сорок лет αυτός έχει γεμάτα τα σαράντα (χρόνια)•

    -ое собрание Пушкина τα άπαντα του Πούσκιν.

    || αρκετά μεγάλος, πολύς•

    были уже -ые сумерки είχε σουρουπώσει πια για τα καλά.

    || όλος, ολικός•

    петь -ым голосом τραγουδώ με όλη τη δύναμη της φωνής•

    -ое затмение луны ολική έκλειψη της σελήνης.

    5. χοντρός, γεμάτος, μεστός• παχύς•

    -ая женщина γεμάτη γυναίκα.

    εκφρ.
    - ая вода – το υψηλότερο σημείο της στάθμης της θάλασσας•
    полный генерал – αντιστράτηγος•
    полный адмирал – ναύαρχος•
    - ые прилагательные – πλήρη επίθετα (σε αντίθεση με τα βραχέα)•
    - ая чаша – σπίτι πλούσιο, με όλα τα καλά (αγαθά)•
    -ым голосом (сказать, заявитьκ.τ.τ.) ανοιχτά, βροντόφωνα (λέγω, δηλώνω)•
    полным-голом – υπερπλήρης, κατάκορος, καταγεμάτος.

    Большой русско-греческий словарь > полный

  • 31 полуслово

    ουδ.
    μισή λέξη (που δεν ειπώθηκε ή δε γράφηχε ολόκληρη).
    πλθ. полуслова αοριστίες, αοριστολογίες, γενικότητες.
    εκφρ.
    на -е прервать, остановить – διακόπτω την ομιλία κάποιου (για να πω κάτι)• αντικόβω, υφαρπάζω•
    на -е замолчать, остановиться – δεν απολέγω τη λέξη και σταματώ, βουβαινομαι•
    с -а понять – αμέσως από την αρχή, από την πρώτη λέξη καταλαβαίνω (τι θέλει να πει).

    Большой русско-греческий словарь > полуслово

  • 32 про

    πρόθ. με αιτ. περί, για•

    про вас говорят дурно για σας μιλάν άσχημα, σας κακολογούν•

    про него сочинили целую историю γι αυτόν έφτυχσα.ν ολόκληρη ιστορ ία•

    читай про себя διάβασε με το νου σου (όχι φωναχτά)•

    я слышал про это άκουσα γι αυτό•

    про случай σε περίπτωση•

    про всякий случай για κάθε ενδεχόμενο.

    στην εκφρ. про и контра υπέρ και κατά.

    Большой русско-греческий словарь > про

  • 33 пробарабанить

    ρ.σ. τυμπανίζω, κροτώ σαν σε τύμπανο.
    μ. παίζω (σε πιάνο) άτεχνα. || τυμπανιζω (για ένα χρον. διάστημα)1 он -ил целый час αυτός τυμπάνισε μια ολόκληρη ώρα.

    Большой русско-греческий словарь > пробарабанить

  • 34 прогостить

    ρ.σ. φιλοξενούμαι (για ένα χρον. διάστημα)•

    прогостить целую неделю φιλοξενούμαι ολόκληρη βδομάδα.

    Большой русско-греческий словарь > прогостить

  • 35 проделать

    ρ.σ.μ.
    1. (δι)ανοίγω, φτιάχνω•

    проделать дверь в.стене φτιάχνω πόρτα στον τοίχο•

    ход в заборе ανοίγω δίοδο (πέρασμα) στον περίβολο•

    проделать подземный ход ανοίγω υπόγεια δίοδο (λαγούμι).

    2. εκτελώ, εκπληρώ, κάνω, διεξάγω•

    он -ал огромную работу αυτός έκαμε τεράστια δουλειά.

    3. κάνω, φτιάχνω (για ένα χρον. διάστημα)•

    целый час -ал упражнения ολόκληρη ώρα έκανα ασκήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > проделать

  • 36 проесть

    ρ.σ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проеденный, βρ: -ден, -а, -ο
    ρ.σ.μ.
    1. τρωγαλιζω, ροκανίζω, τρώγω• τρυπώ•

    мыщи -ли пол τα ποντίκια τρύπησαν το πάτωμα.

    || διαβιβρώσκω•

    ржавчина -ла железо η σκουριά έφαγε το σίδερο.

    2. δαπανώ, ξοδεύω• σπαταλώ•

    он -ел все деньги αυτός έφαγε όλα τα χρήματα.

    3. τρώγω•

    он -ел целый час αυτός έφαγε ολόκληρη ώρα.

    εκφρ.
    зубы проестьβλ. στη λ. съесть.
    ξοδεύω στο φαγητό• τρώγω όλα τα χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > проесть

  • 37 прозаседать

    ρ.σ. συνεδριάζω (για ένα χρον. διάστημα)•

    прозаседать целый день συνεδριάζω ολόκληρη μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > прозаседать

  • 38 прокормить

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. кормить (2 σημ.).
    2. ξοδεύω, τελειώνω την τροφή.
    3. θηλάζω, βυζαίνω, γαλουχώ (για ένα χρον. διάστημα)•

    ребнка целый час θηλάζω το βρέφος μια ολόκληρη ώρα.

    συντηρούμαι, τρέφομαι, σιτίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > прокормить

  • 39 прорыть

    ρ.σ.μ.
    1. σκάβω, (εκ)σκάπτω. || σκάβω διαμπερώς• κάνω σήραγγα.
    2. σκάβω (για ένα χρον. διάστημα).
    1. προχωρώ ανοίγοντας δρόμο.
    2. ψάχνω, ανασκαλίζω, -ευω•

    прорыть в бумагах целый час ανασκαλεύω τα χαρτιά ολόκληρη ώρα.

    Большой русско-греческий словарь > прорыть

  • 40 случайность

    θ.
    1. σύμπτωση, το τυχαίο, ο τυχαίος χαρακτήρας (συμβάντος, φαινομένου κ.τ.τ.)• случайность встречи το τυχαίο της συνάντησης•

    случайность и необходимость (φιλοσ.) το τυχαίο και η αναγκαιότητα•

    по несчастной -и κατά ηακτ\ (διαβολεμένη) σύμπτωση•

    по -и βλ. случайно.

    2. το απρόοπτο, το απρόβλεπτο•

    целый ряд -ей ολόκληρη σειρά απρόοπτων.

    Большой русско-греческий словарь > случайность

См. также в других словарях:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»