-
1 вокруг
вокруг γύρω, ολόγυρα; \вокруг города γύρω στην πόλη* * *γύρω, ολόγυραвокру́г го́рода — γύρω στην πόλη
-
2 кругом
кругом γύρω* ολόγυρα (вокруг); обойдём \кругом πάμε γύρω γύρω* * *γύρω; ολόγυρα ( вокруг)обойдём круго́м — πάμε γύρω γύρω
-
3 оглядеться
оглядеться κοιτάζω ολόγυρα· προσανατολίζομαι (тж. перен.* * *κοιτάζω ολόγυρα; προσανατολίζομαι (тж. перен.) -
4 кругом
кругом1. нареч ὀλογυρα, γύρω, τριγύρω, πέριξ:повернуться \кругом κάνω μεταβολή· направо \кругом! воен. κλίνατε ἐπί δεξιά!·2. нареч (вокруг, со всех сторон) γύρω, ὁλόγυρα:\кругом все ти́хо γύρω εἶναι ἡσυχία·3. нареч (полностью) ὀλοτελα, ὀλοτελώς:\кругом виноват σέ ὀλα φταίω·4. предлог (вокруг чего-л.) γύρω ἀπό. -
5 кругом
επίρ.1. γύρω, ολόγυρα, τριγύρω, ολοτρόγυρα.2. ολοκληρωτικά, όλως• παντού•вы кругом виноваты για όλα φταίτε εσείς•
кругом в долгих παντού (σ όλους) χρεώστης•
я кругом прав έχω σ όλα δίκαιο•
кругом обманут όλοι με απατούν.
3. πρόθ. περί, πέριξ, γύρω, ολόγυρα.- дома γύρω από το σπίτι.εκφρ.-! – μεταβολή! (παράγγελμα)•повернуться кругом – κάνω μεταβολή•налево -! – κλίνατ επ αριστερά! (παράγγελμα). -
6 обколоть
обколоть 1-коли, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обколотый, βρ: -лот, -а, -оρ.σ.μ. σπάζω ολόγυρα• αποσπώ.σπάζω ολόγυρα αποσπώμαι.обколоть 2ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. обколоть1) κεντώ, νύσσω γύρω-γύρω• τρυπώ•обколоть руки колючей проволокой κατατρυπώ τα χέρια.με αγκαθωτό σύρμα.
κεντρίζομαι, τρυπιέμαι. -
7 обкрошить
-ошу, -ошишьρ.σ.μ.περιτρίβω•обкрошить хлеб τρίβω το ψωμί ολόγυρα.
περι-τρίβομαι, τρώγομαι•зуб -лся το δόντι τρίφτηκε ολόγυρα.
-
8 обломать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обломанный, βρ: -ман, -а, -о.1. σπάζω ολόγυρα ή στις άκρες, περισπώ•обломать кусты σπάζω ολόγυρα τους θάμνους.
2. μτφ. (απλ.) δαμάζω, τιθασεύω. || κάμπτω την αντίσταση.εκφρ.обломать бока – σπάζω τα πλευρά (δέρνω αλύπητα)•дело – χαλώ την υπόθεση•обломать зубы – σπάζω τα μούτρα (αποτυχαίνω).θραύομαι, σπάζω. -
9 осмотреть
осмотреть 1) εξετάζω, ελέγχω· \осмотреть больного εξετάζω τον άρρωστο 2) (посетить) επισκέπτομαι· \осмотреть город επισκέπτομαι την πόλη \осмотреться προσανατολίζομαι, κοιτάζω ολόγυρα μου· συνηθίζω (привыкнуть)* * *1) εξετάζω, ελέγχωосмотре́ть больно́го — εξετάζω oν άρρωστο
2) ( посетить) επισκέπτομαιосмотре́ть го́род — επισκέπτομαι την πόλη
-
10 осмотреться
προσανατολίζομαι, κοιτάζω ολόγυρά μου; συνηθίζω ( привыкнуть) -
11 вокруг
вокругнареч и предлог ὁλόγυρα, τριγύρω, γύρω, πέριξ:\вокруг света ὁ γύρος τοῦ κόσμου· ходить \вокруг до́ма περπατώ γύρω ἀπό τό σπίτι· ◊· ходить \вокруг да около τά στριφογυρίζω, τά κλώθω. -
12 оглядываться
оглядывать||сяκοιτάζω πίσω/ κοιτάζω ὁλόγυρα (вокруг). -
13 озираться
озирать||сяβλέπω (или κοιτάζω) ὁλόγυρα -
14 on all sides
(all around: With enemies on all sides, we were trapped.) ολόγυρα -
15 round
1. adjective1) (shaped like a circle or globe: a round hole; a round stone; This plate isn't quite round.) στρογγυλός2) (rather fat; plump: a round face.) στρουμπουλός2. adverb1) (in the opposite direction: He turned round.) γύρω (προς την αντίθετη κατεύθυνση)2) (in a circle: They all stood round and listened; A wheel goes round; All (the) year round.) γύρω, ολόγυρα/ σ' όλη τη διάρκεια3) (from one person to another: They passed the letter round; The news went round.) τριγύρω4) (from place to place: We drove round for a while.) εδώ και εκεί5) (in circumference: The tree measured two metres round.) σε περίμετρο6) (to a particular place, usually a person's home: Are you coming round (to our house) tonight?) σε κάποιο μέρος3. preposition1) (on all sides of: There was a wall round the garden; He looked round the room.) γύρω από, τριγύρω2) (passing all sides of (and returning to the starting-place): They ran round the tree.) γύρω γύρω3) (changing direction at: He came round the corner.) γύρω από4) (in or to all parts of: The news spread all round the town.) παντού4. noun1) (a complete circuit: a round of drinks (= one for everyone present); a round of golf.) γύρος2) (a regular journey one takes to do one's work: a postman's round.) γύρα3) (a burst of cheering, shooting etc: They gave him a round of applause; The soldier fired several rounds.) ριξιά, βολή4) (a single bullet, shell etc: five hundred rounds of ammunition.) βλήμα, σφαίρα5) (a stage in a competition etc: The winners of the first round will go through to the next.) γύρος6) (a type of song sung by several singers singing the same tune starting in succession.) κυκλικό τραγούδι5. verb(to go round: The car rounded the corner.) παίρνω στροφή- rounded- roundly
- roundness
- rounds
- all-round
- all-rounder
- roundabout 6. adjective(not direct: a roundabout route.) όχι κατευθείαν: έμμεσος, περιφραστικός- round-shouldered
- round trip
- all round
- round about
- round off
- round on
- round up -
16 вкруг
[φκρούκ] εκίρ. ολόγυρα -
17 вокруг
[βακρούκ] επίρ., πρόθ. ολόγυρα, τριγύρω -
18 оглядываться
[αγκλγιάντυβατ'σο] ρ. κοιτάζω πίσω, κοιτάζω ολόγυρα -
19 вкруг
[φκρούκ] επίρ ολόγυρα -
20 вокруг
[βακρούκ] επίρ, πρόθ ολόγυρα, τριγύρω
См. также в других словарях:
ολόγυρα — επίρρ. τοπ., από παντού, γύρω γύρω: Το σπίτι έχει κήπο ολόγυρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολόγυρα — και ολόυρα επίρρ. βλ. ολόγυρος … Dictionary of Greek
ὁλόγυρα — ὁλόγυρος entirely round neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολογυρίζω — [ολόγυρα] ολογυρνώ, περιτριγυρίζω, περιφέρομαι, περιπλανιέμαι … Dictionary of Greek
περιβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. θέτω, τοποθετώ κάτι ολόγυρα ή πάνω από κάτι άλλο 2. περικλείω, περικυκλώνω, ζώνω 3. καλύπτω, σκεπάζω κάτι ολόγυρα, επικαλύπτω, περικαλύπτω (α. «μέ περιβάλλει βαθύ σκοτάδι» β. «ἤδη γάρ με περιβάλλει σκότος», Ευρ.) 4. ντύνω, ενδύω… … Dictionary of Greek
αμφί — ἀμφὶ πρόθ. (Α) (κυρίως στον ποιητικό και ιωνικό πεζό λόγο, η περὶ τών κλασικών κειμένων) και στις δύο πλευρές, και στα δύο μέρη Α. (με γενική) 1. για, για χάρη, για το χατίρι κάποιου «ἀμφί λέκτρων μάχεσθαι» (Ευρ. Ανδρομ. 123) 2. (όπως η πρός, για … Dictionary of Greek
περίρρυτος — η, ο / περίρρυτος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που περιρέεται, που περιθρέχεται ολόγυρα από νερό, από θάλασσα («Κρήτη... μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ... περίρρυτος», Ομ. Οδ.) 2. ενεργ. αυτός που περιρρέει, που περιβρέχει ολόγυρα κάτι, που περιβάλλει κάτι ολόγυρα.… … Dictionary of Greek
περισκεπής — ές, Α 1. ο σκεπασμένος ολόγυρα, καλυμμένος ολόγυρα, στεγασμένος τελείως («ὄρος θάμνοισι περισκεπές», Καλλ.) 2. αυτός που καλύπτει, που προστατεύει ολόγυρα («πύργοισιν περισκεπέεσιν», Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκεπής (< σκέπας «κάλυμμα,… … Dictionary of Greek
περιστέλλω — ΝΜΑ νεοελλ. καταστέλλω, συγκρατώ, χαλιναγωγώ («πρέπει να περισταλεί το ρεύμα τού εκφυλισμού») νεοελλ. μσν. περιορίζω, ελαττώνω την έκταση, την ένταση ή την ποσότητα («η κυβέρνηση περιέστειλε τις δαπάνες τών εξοπλισμών») αρχ. 1. επενδύω, περιβάλλω … Dictionary of Greek
περιχέω — και περιχεύω ΝΜΑ περιχύνω, κυρίως, υγρό άφθονα επάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, περιβρέχω (α. «πολλὴν ἠέρ ἔχων, ἣν οἱ περίχευεν Ἀθήνη» β. «τῷ περίχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις» γ. χρυσὸν κέρασιν περιχεύας», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. μέσ. περιχέομαι 1.… … Dictionary of Greek
προπεριχαράσσω — Α χαράζω κάτι ολόγυρα προηγουμένως, σκαλίζω ολόγυρα από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + περιχαράσσω «χαράζω ολόγυρα»] … Dictionary of Greek