-
1 ολοκληρωτικά
επίρρ. целиком и полностью -
2 всецело
επίρ.ολοκληρωτικά, εξ ολοκλήρου, πλήρως•всецело он предан науке ολοκληρωτικά ε-πεδόθηκε (αφοσιώθηκε) στην επιστήμη.
-
3 недосказанный
επ. από μτχ.που δε λέχτηκε ολοκληρωτικά•-ые слова λέξεις που δεν ειπώθηκαν ή που αποσιωπήθηκαν.
|| μτφ. μη παραστημένος ολοκληρωτικά. -
4 нацело
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нацело
-
5 всецело
-
6 голова
голов||аж1. прям., перен ἡ κεφαλή, τό κεφάλι:с непокрытой \головаой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· светлая \голова перен φωτεινός νοῦς, (ρωτεινό μυαλό· пустая \голова ὁ κουφιοκέφαλος, ὁ κουφιοκεφαλάκης· горячая \голова перен ὁ θερμόαιμος' с ясной \головао́й νηφάλια, μέ καθαρό μυαλό· кивать \головао́й κατανεύω·2. (единица счета скота) τό κεφάλί3. (руководитель, начальник) ὁ ἐπί κεφαλής, ἡ κεφαλή, ὁ ἀρχηγός:городской \голова ист. ὁ δήμαρχος, ὁ πρόεδρος τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου· ◊ \голова сахару ἕνα κεφάλι ζάχαρη· \голова идет кру́гом τά χάνω, σαστίζω· у него закружилась \голова ζαλίστηκε· у нее закружилась \голова от успеха ἀπό τήν ἐπιτυχία πήραν τά μυαλά της ἀέρα· с \головаы́ до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· валить с больной \головаы на здоровую φορτώνω τά σφάλματα μου σέ ἄλλον в первую голову πρίν ἀπ' ὅλα, πρώτιστα· мне пришло в голову μοῦ ήρθε στό μυαλό, μοῦ κατέβηκε· вбить (или забрать) себе в голову βάζω στό κεφάλι μου, βάζω στό νοῦ μου· выкинуть из \головаы βγάζω ἀπ'τό νοῦ μου· разбить на голову συντρίβω ὁλοκληρωτικά, τσακίζω κατακέφαλα· терять голову χάνω τά λογικά μου· ломать голову над чем-л. σπάνω τό κεφάλι μου νά· вскружить голову кому́-л. ξεμυαλίζω κάποιον· морочить кому́-л. голову ζαλίζω, σκοτίζω, τσατίζω κάποιον забивать кому́-л. голову φουσκώνω τά μυαλά κάποιού намылить кому́-л. го́лоиу βάζω γερή κατσάδα σέ κάποιον голову даю на отсечение что... κόβω τό κεφάλι μου πώς...· повесить голову χάνω τό θάρρος μου· сложить голову σκοτώνομαι στή μάχη, δίνω τή ζωή μου· на свою голову στήν καμπούρα μου, ἀπάνω μου1 сломя голову πολύ γρήγορα· очертя голову μέσ' τά ὅλα, ριψοκινδυνεύοντας τά πάντα· иметь голову на плечах εἶμαι στά λογικά μου, εἶμαι στά καλά μου· вино́ ударило ему́ в голову τό κρασί τον χτύπησε στό κεφάλι· как снег на голову (появиться, свалиться) ἐξαφνα, ξαφνικά, ἀναπάντεχα· снявши голову по волосам не плачут погов. ὁ βρεγμένος τή βροχή δέν τή φοβάται· окунуться (или уйти) с \головао́й во что́-л. ρίχνομαι μέ τά μούτρα· быть \головао́й выше кого́-л. στέκομαι ἕνα κεφάλι πιό ψηλά ἀπό κάποιον ручаться \головао́й ἐγγυώμαι προσωπικά, βάζω τό κεφάλι μου· отвечать \головао́й εἶμαι ὑπεύθυνος μέ τή ζωή μου· поплатиться \головаой πληρώνω μέ τή ζωή μου,· πληρώνω μέ τό κεφάλι μου· рисковать \головао́й παίζω τό κεφάλι μου, ριψοκινδυνεύω τή ζωή μου· выдать себя с \головао́й ξεσκεπάζομαι, ἀποκαλύπτομαι· биться \головао́й о стен(к)у χτυπιέμαι, χτυπῶ τό κεφάλι μου στον τοίχο· в \головаах στό προσκέφαλο· сколько голов, столько умо́в погов. ὁ καθένας μέ τό χαβᾶ του. -
7 дотла
дотланареч ὁλότελα, ἐντελῶς:сжигать \дотла καίω ὁλότελα, ἀποτεφρώνω· сгорать \дотла γίνομαι στάχτη, ἀποτεφρώνομαι· разориться \дотла καταστρέφομαι ὁλοκληρωτικά. -
8 дочиста
дочистанареч1. ὡς πού νά λάμψει ἀπό καθαριότητα:вымыть \дочиста πλύνω καλά, πλύνω ὡς πού νά καθαρίσει καλά·2. (полностью) ἐντελώς, ὁλοκληρωτικά, πλήρως:обокрасть кого-л, \дочиста ἀφήνω κάποιον θεόγυμνο, κατακλεβω. -
9 насквозь
насквозьнареч1. διαμπερῶς, πέρα γιά πέρα:пу́ля пробила легкое \насквозь ἡ σφαίρα πέρασε τό πνευμόνι πέρα γιά πέρα·2. перен (совершенно) разг ὁλοκληρωτικά, ἐντελώς:промокнуть \насквозь γίνομαι μούσκεμα, γίνομαι μουσκίδι· \насквозь прогнивший ἐντελώς σάπιος· ◊ видеть кого-л, \насквозь ξέρω τί καπνό φουμάρει. -
10 сплошь
сплошьнареч ἐντελῶς, ὁλοκληρωτικά· ◊ \сплошь и рядом разг κάθε λίγο καί λιγάκι, πολύ συχνά. -
11 уходить
уходитьнесов1. (отправляться) φεύγω, ἀναχωρώ, ἀπέρχομαι/ πηγαίνω (в другое место):\уходить домой πηγαίνω στό σπίτι· \уходить ра́но φεύγω (ἐ)νωρίς· \уходить вперед πηγαίνω μπροστά· \уходить в открытое море ἀνοίγομαι στό πέλαγος·2. (отходить, отстраняться) ἀποχωρώ ἀπό κάπου, παραμερίζω:\уходить в отставку παίρνω σύνταξη \уходить со сцены ἐγκαταλείπω τή σκηνή·3. (простираться, тянуться) ἀπλώνομαι, ἐκτείνομαι:дорога уходит вдаль ὁ δρόμος χάνεται μακρυά·4. (убегать, спасаться) (άπο)φεύγω, ξεγλιστρώ, δραπετεύω:\уходить от опасности (от преследования) διαφεύγω τόν κίνδυνο (τήν καταδίωξη)· \уходить от ответственности ἀποφεύγω τήν εὐθύνη·5. (расходоваться \уходить о времени) περνώ, παρέρχομαι, διαρρέω, χάνομαι:целый месяц уходит на подготовку ὁλόκληρος μήνας χρειάζεται γιά τήν προετοιμασία· молодость уходит περνδν τά νειατα·6. (расходоваться) ξοδεύομαι, πηγαίνω:все мои́ силы уходят ὅλες οἱ δυνάμεις μου ξοδεύονται·7. (погрузиться) ἀφιερώνομαι, ἀφοσιώνομαι:\уходить с головой в науку ἀφοσιώνομαι ὁλοκληρωτικά στήν ἐπιστήμη·8. (о жидкости, напитках) ξεχειλίζω, χύνομαι:молоко́ ушло́ τό γάλα χύθηκε· ◊ \уходить вперед ξεπερνώ· \уходить ни с чем φεύγω ἄπρακτος· \уходить в себя κλείνομαι στον ἐαυτό μου· часы уходят вперед τό ρολόγι πηγαίνει μπροστά. -
12 ολοκληρωτικώς
см. ολοκληρωτικά -
13 буквально
επίρ.1. κατά γράμμα,κατά λέξη, πιστά•переводить буквально μεταφράζω πιστά.
2. ολοκληρωτικά, εντελώς, τελείως•он буквально все дни занят αυτός όλες τις μέρες είναι τελείως απασχολημένος.
-
14 всплошную
επίρ.κολλητά, συνεχούμενα, εφαπτόμενα• εντελώς, ολοκληρωτικά. -
15 выклеить
-лею, -леешь, προστκ. выклей, κ. выклей ρ.σ.μ.1. κολλώ, φτιάχνω κολλώντας,2. κατακολλώ, κολλώ ολοκληρωτικά.ξεκολλώ, ξεκολλιέμαι. -
16 высеять
-
17 выстрочить
-чу, -чишьρ.σ.μ.ψιλόγαζώνω• γαζώνω ολοκληρωτικά. -
18 голова
-ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.1. κεφάλι, -ή•голова болит το κεφάλι πονά•
повернуть -у στρέφω το κεφάλι•
лысая φαλακρό κεφάλι•
отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.
2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•светлая голова φωτεινό μυαλό•
пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•
замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•
быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.
3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•
городской (παλ,) δήμαρχος.
4. κεφαλή φάλαγγας.5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•
голова сыра κεφάλι τυριού.
εκφρ.без -ы – ανόητος, κουτός•с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•закружилось в -е – ζαλίστηκα•голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•- у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω). -
19 додумать
ρ.σ.μ. καλοσκέφτομαι, μου κόβει, σκέφτομαι ως•я ещё не -ал бтого до конца ακόμα δεν το σκέφτηκα ολοκληρωτικά.
επινοώ, σοφίζομαι, φτάνω με τη σκέψη μου ως, σκέφτομαι ως. -
20 долить
долить 1-лью, -льшь, παρλθ. χρ. долил κ. долил, долила, долило κ. долило, προστκ. долей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. долитый, βρ: долит κ. долит, долита, долито κ. долитоρ.σ.μ.1. χύνω, ρίχνω συμπληρωματικά, ακόμα•чайник ρίχνω ακόμα νερό στο τσαερό.
2. απογεμίζω• χύνω ως•долить в стакан молока απογεμίζω το ποτήρι με γάλα•
долить воды до половины бутылки ρίχνω νερό ως τη μέση του μποκαλιού.
χύνομαι ως, τρέχω, ρέω• χύνομαι ολοκληρωτικά.долить 2-ит, ρ.δ.μ.(παλ. κ. απλ.) βασανίζω, καταπονώ, κατατρύχω• πιάνω, κυριεύω•кашель его -ит τον πιάνει ο βήχας.
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν … Dictionary of Greek
μάλια — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 3.722 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδας του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού Ηρακλείου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Αρχαιολογικός χώρος και μνημεία. Σε απόσταση τριών περίπου… … Dictionary of Greek