-
1 Ολλανδικός
[Олацдикос] επ. голландскийΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > Ολλανδικός
-
2 голландский
-
3 голландский
голла́нд||скийприл ὁλλανδικός:\голландскийская печь Ολλανδική σόμπα, χτιστή σόμπα. -
4 голландский
επ.ολλανδικός•-ая печь ολλανδική θερμάστρα.
-
5 клинкер
-а α.είδος σκληρού τούβλου για επίστρωση οδών, πλίνθος ολλανδικός.
См. также в других словарях:
ολλανδικός — ολλανδικός, ή, ό και ολλανδέζικος, η, ο αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή κατάγεται από την Ολλανδία ή τους Ολλανδούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολλανδικός — ή, ό [Ολλανδός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ολλανδία ή στους Ολλανδούς ή προέρχεται από την Ολλανδία … Dictionary of Greek
πόλντερ — Ολλανδικός όρος που έχει γίνει διεθνής και σημαίνει παράκτια έκταση με χαμηλό υψόμετρο. Πρόκειται γενικά για έδαφος το οποίο η θάλασσα κατακλύζει κατά την πλημμυρίδα ή κατά τις τρικυμίες και στο οποίο ιδιαίτερη επίπτωση έχουν οι ποτάμιες… … Dictionary of Greek
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
λλανδέζικος — η, ο [ολλανδέζος] ολλανδικός … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
Σρι Λάνκα — Νησί της Νότιας Ασίας στα Ν της Ινδίας.H Σρι Λάνκα διαιρείται σε 25 επαρχίες: Kολόμπο, Kαμπάχα, Kαρουνγκέλα, Kάντι, Γκάλε, Kαλουτάρα, Pατναπούρα, Tζάφνα, Mατάρα, Kιγκαλί, Aνουρανταπούρα, Mπα(ν)τούλα, Πουτάλαμ, Nουβάρα Eλίγια, Xαμπαντότα, Aμπαράι … Dictionary of Greek