-
1 мольберт
-
2 мольберт
ο οκρίβας, ο οκρίβαντας, разг. το καβαλέτο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мольберт
-
3 мольберт
-а α.υποστήριγμα, οκρίβαντας) ζωγραφικός. -
4 сошка
-и θ.1. αλετράκι•один с -ой,семеро с ложкой παρμ. ένας δουλευτής сошка εφτά χαραμοφάηδες.
2. οκρίβαντας όπλου. || τρίποδας πολυβόλου.3. οπλοστήριγμα (εναπόθεσης). -
5 станок
станок 1-нка α.1. εργατομηχανή•фрезерный, станок φραίζα κατατομών•
ткэцкий станок ο αργαλειός•
токарный станок ο τόρνος•
типографический ή печатный станок πιεστήριο τυπογραφείου•
сверлильный станок διατρητικό μηχάνημα, τρίπανο μηχανοκίνητο.
2. βλ. стан?3. κιλλίβαντας πυροβόλου ή πολυβόλου. || οκρίβαντας.4. υποστήριγμα.5. στήριγμα (γυμναστικής εξάσκησης).6. συσκευή προσαρμογής. || ξεχωριστό τμήμα σταύλου•станок для телят τμήμα σταύλου για τα μοσχαράκια.
станок 2-нка α.1. παλ. σταθμός οδικός.2. χωριουδάκι (στη Σιβηρία).
См. также в других словарях:
οκρίβαντας — ο (ΑΜ ὀκρίβας) τρίποδο στήριγμα όπου τοποθετούν οι ζωγράφοι τους πίνακες, καβαλέτο μσν. μτφ. υπερυψωμένος τόπος αρχ. 1. τρισκελές βάθρο στο αρχαίο ξύλινο θέατρο και αργότερα στο Ωδείο, από όπου οι ηθοποιοί απήγγελλαν κατά τη διάρκεια τού… … Dictionary of Greek
οκρίβαντας — ο τρίποδο για την τοποθέτηση πίνακα, αλλ. καβαλέτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀκρίβαντας — ὀκρίβας platform masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίποδας — ο, Ν 1. τρίποδο, υποστήριγμα με τρία πόδια 2. (ειδικά) α) ο οκρίβαντας, το καβαλέτο β) ο τρίπους τών αρχαίων μαντείων και ιερών … Dictionary of Greek