-
61 οκνηρώ
-
62 ὀκνηρῷ
-
63 οκνηρώς
-
64 ὀκνηρῶς
-
65 οκνηράν
-
66 ὀκνηράν
-
67 οκνηράς
-
68 ὀκνηράς
-
69 οκνηρέ
-
70 ὀκνηρέ
-
71 οκνηρότερα
-
72 ὀκνηρότερα
-
73 οκνηρότεραι
-
74 ὀκνηρότεραι
-
75 οκνηρότεροι
-
76 ὀκνηρότεροι
-
77 οκνηρότερος
-
78 ὀκνηρότερος
-
79 LATR
a. slow, lazy.* * *adj., fem. löt, neut. latt, compar. latari, superl. latastr; [Ulf. lats = οκνηρός, αργός; A. S. læt; Engl. late, lazy; O. H. G. laz; Germ. lass; Swed. lat; Dan. lad]:—slow, lazy, Sturl. ii. 155, Fms. xi. 256; latr ok ó-hlýðinn, 686 B. 2: so in the saying, latr sækir latan heim: with gen., latr e-s, Fms. xi. 256; ó-latr, diligent: passim and freq. in mod. usage, eg er latr, latr að læra, latr að vinna, etc. -
80 3636
{прил., 3}1. медлительный, ленивый;2. тягостный, внушающий опасения.Ссылки: Мф. 25:26; Рим. 12:11; Флп. 3:1. LXX: 6102 (לצֵָע).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3636
См. также в других словарях:
ὀκνηρός — shrinking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκνηρός — ή, ό (Α ὀκνηρός, ά, όν) αυτός που αποφεύγει την εργασία και κάθε δραστηριότητα, ακαμάτης, τεμπέλης 1. αυτός που διστάζει, ιδίως από φόβο, άτολμος, δειλός 2. νωθρός, βραδυκίνητος 3. (για πράγματα ή για καταστάσεις) δυσάρεστος, ενοχλητικός («ἡμῑν… … Dictionary of Greek
οκνηρός — ή, ό απρόθυμος, οκνός, νωθρός, ακαμάτης, τεμπέλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀκνηρά — ὀκνηρός shrinking neut nom/voc/acc pl ὀκνηρά̱ , ὀκνηρός shrinking fem nom/voc/acc dual ὀκνηρά̱ , ὀκνηρός shrinking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηρότερον — ὀκνηρός shrinking adverbial comp ὀκνηρός shrinking masc acc comp sg ὀκνηρός shrinking neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηροτέρων — ὀκνηρός shrinking fem gen comp pl ὀκνηρός shrinking masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηροτέρως — ὀκνηρός shrinking adverbial comp ὀκνηρός shrinking masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηρῶν — ὀκνηρός shrinking fem gen pl ὀκνηρός shrinking masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηρόν — ὀκνηρός shrinking masc acc sg ὀκνηρός shrinking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηρότατον — ὀκνηρός shrinking masc acc superl sg ὀκνηρός shrinking neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηραί — ὀκνηρός shrinking fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)