-
1 ὀκνηρός
ὀκνηρός, saumselig, bedenklich; ἐλπίδες ὀκνηρότεραι, Pind. N. 11, 22, von der Furcht; ταῦτ' ὀκνηρὰ ἡμῖν, Soph. O. R. 834; ἐς τὰ πολεμικὰ ὀκνηρότεροι ἐγένοντο, Thuc. 4, 55; ὀκνηρότερος εἰς τὴν πρᾶξιν, Antiph. 2 γ 5; ὀκνηρότερον προςιέναι, Xen. Cyr. 1, 4, 6; dem τολμηρός entgeggstzt, Dem. 25, 24, wie dem ϑρασύς, Luc. Nigr. A.; a. Sp.
-
2 ὀκνηρός
ὀκνηρός, saumselig, bedenklich; ἐλπίδες ὀκνηρότεραι, von der Furcht -
3 τολμηρός
τολμηρός, gew, prof. Form, auch Tragg., wie Eur. Suppl. 317, statt τολμήεις, kühn; Antiph. 3 γ 1; Andoc. 1, 110; Lys. 31, 1; Thuc. 1, 74. 4, 126; Plat. Legg. VIII, 835 c; neben ἰταμός, dem βραδύς u. ὀκνηρός entgeggstzt, Dem. 25, 24; auch tadelnd, im superl., Isocr. 3, 21; Sp., σὺν νῷ τολμηρότατος Pol. 13, 35, 6. – Adv., Thuc. 3, 83.
-
4 ὀκναλέος
ὀκναλέος, = ὀκνηρός, Nonn. D. 18, 207; u. adv., Mus. 119.
-
5 ὀκν-ώδης
ὀκν-ώδης, ες, = ὀκνηρός, Sp.
См. также в других словарях:
ὀκνηρός — shrinking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οκνηρός — ή, ό (Α ὀκνηρός, ά, όν) αυτός που αποφεύγει την εργασία και κάθε δραστηριότητα, ακαμάτης, τεμπέλης 1. αυτός που διστάζει, ιδίως από φόβο, άτολμος, δειλός 2. νωθρός, βραδυκίνητος 3. (για πράγματα ή για καταστάσεις) δυσάρεστος, ενοχλητικός («ἡμῑν… … Dictionary of Greek
οκνηρός — ή, ό απρόθυμος, οκνός, νωθρός, ακαμάτης, τεμπέλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀκνηρά — ὀκνηρός shrinking neut nom/voc/acc pl ὀκνηρά̱ , ὀκνηρός shrinking fem nom/voc/acc dual ὀκνηρά̱ , ὀκνηρός shrinking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηρότερον — ὀκνηρός shrinking adverbial comp ὀκνηρός shrinking masc acc comp sg ὀκνηρός shrinking neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηροτέρων — ὀκνηρός shrinking fem gen comp pl ὀκνηρός shrinking masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηροτέρως — ὀκνηρός shrinking adverbial comp ὀκνηρός shrinking masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηρῶν — ὀκνηρός shrinking fem gen pl ὀκνηρός shrinking masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηρόν — ὀκνηρός shrinking masc acc sg ὀκνηρός shrinking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηρότατον — ὀκνηρός shrinking masc acc superl sg ὀκνηρός shrinking neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀκνηραί — ὀκνηρός shrinking fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)