Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

οι+περιστάσεις

  • 21 плыть

    плыву, плывшь, παρλθ. χρ. плыл
    -ла, плыло
    ρ.δ.
    1. κολυμπώ• πλέω•

    плыть кролем κολυμπώ πρηνηδόν, με την κοιλιά•

    плыть на спине κολυμπώ ανάσκελα.

    || επιπλέω. || ταξιδεύω με πλωτό μέσο•

    плыть по течению πλέω κατά το ρεύμα (τον ρουν)•

    плыть против течения πλέω αντίθετα προς το ρεύμα, αναπλέω, πλέω αναπόταμα.-под парусами πλέω με τα πανιά, αρμενίζω,ιστιοπλοώ•. плыть быстро ταχυπλοώ•

    плыть медленно βρα-δυπλοώ, βραδυπλέω•

    плыть на вслах πλέω με κουπιά•

    плыть в лодке πλέω με τη βάρκα, λεμβοδρο-μώ•

    плыть на всех парусах πλέω πλησίστιος•

    плыть в открытом море πλέω στα αμοιχτά.

    2. μτφ. πετώ αργά και ομαλά, λάμνω, αιωρούμαι, μετεωρίζομαι (για πτηνά). || κινούμαι, περνώ, διαβαίνω.
    3. λιώνω, τήκομαι•

    сургуч плывт το βουλοκέρι λιώνει.

    εκφρ.
    плыть в руки – κατορθώνω, τα καταφέρω, είμαι σε όλα καταφερτζής•
    плыть по течению – προσαρμόζομαι στις περιστάσεις, καιροσκοπώ•
    плыть против течения – πηγαίνω αντίθετα (προς την κρατούσα κατάσταση)•
    плыть сквозь пальцы – ξοδεύομαι, δαπανώμαι αφειδώς (για χρήματα κ.τ.τ.)• всё шшвт передо мной όλα μου φέρνουν γύρω (στα μάτια)• ζαλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > плыть

  • 22 превратность

    θ.
    ανακρίβεια, σφαλερότητα διαστρέβλωση• παρουσίαση από την ανά-δη. || απότομη μεταβολή, μεταστροφή (στη ζωή) αναποδιά, αντίξοες περιστάσεις.

    Большой русско-греческий словарь > превратность

  • 23 применить

    -еню, -енишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. применённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. εφαρμόζω χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι• μετέρχομαι•

    применить закон εφαρμόζω το νόμο•

    применить самые строгие меры εφαρμόζω τα πιο αυστηρά μέτρα•

    применить на практике εφαρμόζω στην πράξη•

    применить силу χρησιμοποιώ βία.

    2. προσαρμόζω.
    3. (διαλκ.) συγκρίνω, παραβάλλω.
    προσαρμόζομαι συμμορφώνομαι•

    применить к обстоятельствам προσαρμόζομαι στις περιστάσεις•

    применить к чьему-л. характеру συμμορφώνομαι με το χαρακτήρα κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > применить

  • 24 приноровить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приноровленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    προσαρμόζω, συνταιριάζω κανονίζω•

    приноровить свой характер к обстоятельствам προσαρμόζω το χαρακτήρα μου προς τις περιστάσεις•

    приноровить свой отъезд к концу месяца κανονίζω (προγραμματίζω) την αναχώρηση μου στο τέλος του μήνα.

    προσαρμόζομαι•

    приноровить к чьему-н. характеру προσαρμόζομαι προς το χαρακτήρα κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > приноровить

  • 25 приспособить

    -блю, -бишь
    ρ.σ.μ. προσαρμόζω, (συν)ταιριάζω εφαρμόζω.
    προσαρμόζομαι, εξοικειώνομαι• συμμορφώνομαι•

    приспособить к обстоятельствам προσαρμόζομαι στις περιστάσεις•

    организм постепенно -лся ο οργανισμός βαθμιαία εγκλιματίστηκε•

    приспособить к жизни προσαρμόζομαι στη ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > приспособить

  • 26 разлучить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разлученный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    χωρίζω, αποχωρίζω•

    обстоятельства -ли их οι περιστάσεις τους χώρισαν.

    χωρίζω, χωρίζομαι• αποχωρίζομαι•

    он -лся с нею навсегда αυτός αποχωρίστηκε μ αυτήν για πάντα.

    Большой русско-греческий словарь > разлучить

  • 27 сложить

    сложу, сложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω, ΐοποθετώ με τη σειρά, με τάξη, τακτοποιώ•

    сложить дрова в поленницу θημωνιάζω τα καυσόξυλα•

    сложить вещи в чемодан τακτοποιώ τα πράγματα στη βαλίτσα.

    2. προσθέτω•

    сложить три с шестью προσθέτω το τρία με το έξι•

    сложить два и один προσθέτω δύο και ενα.

    3. συνθέτω, ενώνω• φτιάχνω (από τεμάχια)•

    сложить домик из кубиков φτιάχνω σπιτάκι από κύβους.

    4. χτίζω•

    сложить пчку χτίζω θερμάστρα.

    5. συνθέτω•

    сложить песню συνθέτω τραγούδι•

    сложить стих φτάχνω ποίημα (στ ιχουργώ).

    6. διπλώνω•

    сложить салфетку διπλώνω την πετσέτα του φαγητού.

    || συμπτύσσω, μαζεύω, κλείνω•

    сложить нож κλείνω το σουγιά.

    || συμπτύσσω• σταυρώνω•

    сложить руки на груди σταυρώνω τα χέρια στο στήθος•

    сложить ноги κάθομαι σταυροπόδι-- губы σουφρώνω τα χείλη.

    7. κατεβάζω, αποθέτω•

    сложить ношу с плеч κατεβάζω το φορτίο από τους ώμους.

    || παλ. ακυρώνω, καταργώ, χαρίζω (ποινή, φταίξιμο).
    8. καταθέτω την εντολή• παραδίνω τα καθήκοντα• παραιτούμαι• απαλλάσσομαι από κάτι.
    εκφρ.
    сложить всла – αφήνω τα κουπιά (παύω να κωπηλατώ)•
    сложить голову ή кости – κλίνω (γέρνω) το κεφάλι, αφήνω τα κόκκαλα (πεθαίνω)•
    сложить оружие – καταθέτω το όπλο (παραδίνομαι)•
    сложить руки – σταυρώνω τα χέρια (παύω να δρω)•
    сложа руки сидеть – κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια (δεν κάνω τίποτε).
    1. φτιάχνομαι, γίνομαι. || συγκροτούμαι,., οργανώνομαι (σε ομάδες κ.τ.τ.).
    2. συντίθεμαι.
    3. καθιερώνομαι, ριζώνομαι•

    у меня -лась привычка μου έγινε συνήθεια•

    -лись цены καθιερώθηκαν οι τιμές.

    || παίρνω τροπή, φάση, στροφή•

    обстоятельства -лись благоприятно οι περιστάσεις πήραν ευνοΐκή τροπή.

    4. ωριμάζω, αντρώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι•

    характер у него ещё не -лся ο χαρακτήρας του ακόμα δε διαμορφώθηκε.

    || αποκτιέμαι.
    5. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι• διπλώνομαι.
    6. συνεισφέρω χρήματα (για κοινήυπόθεση).
    7. μαζεύω τα πράγματα μου (για αναχώρηση).

    Большой русско-греческий словарь > сложить

  • 28 соображать

    ρ.δ.
    1. μ. αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω, πιάνω με τη σκέψη. || απεικάζω, μαντεύω.
    2. μ. βάζω με το νου μου, σκέπτομαι, διαλογίζομαι• κρίνω.
    3. μ. παλ. αντιπαραθέτω, αντιπαραβάλλω, συγκρίνω.
    παλ. παίρνω υπ όψη•

    соображать с обстоятельствами λαβαίνω υπ όψη τις περιστάσεις.

    || αντιστοιχώ, ανταποκρίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > соображать

  • 29 сообразно

    επίρ. σύμφωνα•

    сообразно духом закона σύμφωνα με το πμεύμα του νόμου.

    || κατά•

    обстоятельствам κατά τις περιστάσεις.

    Большой русско-греческий словарь > сообразно

  • 30 стеснённый

    επ. από μτχ.
    1. διστακτικός, συνεσταλμένος, ενδοιαστικός.
    2. δύσκολος, δυσχερής• στενόχωρος•

    -ое положение δυσχερής κατάσταση•

    -ые обстоятельства δύσκολες περιστάσεις.

    3. θλιμμένος, βαρύς•

    с -ым сердцем με βαριά την καρδ ιά, βαρ ιοκαρδ ισμένος.

    Большой русско-греческий словарь > стеснённый

См. также в других словарях:

  • περιστάσεις — περίστασις standing round fem nom/voc pl (attic epic) περίστασις standing round fem nom/acc pl (attic) περιστά̱σεις , περιίστημι place round aor subj act 2nd sg (epic doric) περιστά̱σεις , περιίστημι place round fut ind act 2nd sg (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιστατικός — ή, ό / περιστατικός, ή, όν, ΝΜΑ [περίστασις] το ουδ. ως ουσ. το περιστατικό(ν) α) γεγονός που συμβαίνει τυχαία, χωρίς να τό περιμένει κανείς, συμβάν β) (ειδικά) δυσάρεστο γεγονός νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει ή χρησιμεύει σε εξαιρετικές… …   Dictionary of Greek

  • περίσταση — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 26 μ.), στην πρώην επαρχία Πιερίας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται πολύ κοντά στην Κατερίνη της οποίας αποτελεί προάστιο. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ. χλμ.). * * * η / περίστασις, εως, ΝΜΑ [περιίστημι] 1.… …   Dictionary of Greek

  • παρατυγχάνω — ΝΜΑ 1. παρευρίσκομαι τυχαία, συμβαίνει να είμαι παρών («παρατυχών τε τῷ λόγω καὶ δείσας μὴ ἀναγκασθῇ Ξέρξης», Ηρόδ.) 2. (η μτχ. αορ. β ) παρατυχών, ούσα, όν όποιος συνέπεσε να παρευρίσκεται, αυτός που παρουσιάστηκε πρώτος, ο τυχαίος, ο πρώτος… …   Dictionary of Greek

  • Οικουμενικό Πατριαρχείο — Η έδρα του οικουμενικού πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, αρχηγού της Ορθοδοξίας και προκαθήμενου των πατριαρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθώς και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία. Το Ο.Π.… …   Dictionary of Greek

  • Φιλική Εταιρεία — Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο… …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • δουλεύω — (AM δουλεύω) [δούλος] 1. είμαι δούλος, υπηρέτης 2. είμαι υπόδουλος, υποταγμένος 3. εργάζομαι σωματικά ή πνευματικά για να κερδίσω τα αναγκαία για τη ζωή 4. προσφέρω υπηρεσία, υπηρετώ («την πατρίδα σου να δουλέψης», Ψυχάρης) μσν. νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

  • πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… …   Dictionary of Greek

  • παρακαταθήκη — (Νομ.). Σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, ονομαζόμενο θεματοφύλακας, παραλαμβάνει από ένα άλλο πρόσωπο (παρακαταθέτη) ένα κινητό πράγμα προς φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις ζητηθεί. Ως κινητά νοούνται όλα τα μη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»