-
1 οισθα
-
2 οιδας
-
3 ακκιζομαι
притворяться незнающим, жеманиться Plut., Luc.οἶσθα, ἀλλὰ ἀκκίζει Plat. — ты знаешь, но прикидываешься, будто не знаешь
-
4 δητα
[усил. к δή] частица со знач.:1) ( усиленного утверждения) да, право, конечно, жеἦ δ. Aesch. — да, безусловно;
οὐ δ. Arph., Plat., Arst. — да нет, совсем нет, нисколько;οὐ δ. ἔγωγε Arph. — ни в коем случае2) ( подчеркнутого повторения) да, именноὡς μ΄ ἀπώλεσας! ἀπώλεσας δ. Soph. — как погубил ты меня! да, вот именно погубил;
ἑσπέρας γε. - Ἑσπέρας δ. Plat. — вечером, конечно. - Да, именно вечером3) ( подчеркнутого вопроса) же, разве (не), неужелиπῶς δ. ; Aesch. — каким же это образом?;
τέν οἶσθα δ. ; Soph. — ты-то знаешь ее?;καὴ δ. ἐτόλμας ; Soph. — и ты осмелился?;ἦ ταῦτα δ. κλύειν ; Soph. — разве можно слушать подобные вещи?4) ( пожелания)σκόπει δ. Plat. — да ты вдумайся;
ἀπόλοιο δ.! Arph. — ах, да пропади ты пропадом! -
5 διαπεραω
(fut. διαπεράσω с ᾱσ, aor. διεπέρᾱσα etc.)1) проходить, проезжать(πόλιν Arph.; Ἑλλάδα Eur.)
δ. τὸν βίον Xen. — проводить жизнь, жить2) переправляться, переплывать(Εὔξενον ἐπ΄ οἶδμα Eur.; πέλαγος Isocr.; εἰς Ἰταλίαν Arst.; τὸν Ἰόνιον μετὰ δυνάμεως Plut.)
3) пронзать, пробивать, прокалывать(κνήμην διεπέρασε δόρυ Eur.)
4) проникать5) совершать, выполнять(μόχθους Εὐρυσθέως Eur.)
6) охватывать (своей властью), владеть, править(Μολοσσίας, v. l. Μολοσσίαν Eur.)
7) перевозить, переправлять(πορθμεύς, ὅς σε διεπέρασε Luc.)
-
6 εαυτου
1) pron. reflex. 3 л., реже 1 и 2 (часто усил. посредством αὐτός) себя самого, себя самой(ἑαυτὸν σφάττειν Xen., Arst.; αὑτὸν αἰνῶ Aesch.)
αὐτὸς αὑτῷ βοηθεῖν Plat. — самому защищать себя;παρ΄ ἑαυτῷ Xen. — у себя, в своем доме;οἴκαδ΄ εἰς ἑαυτῶν Arph. — к себе домой;τὸ ἑαυτοῦ Thuc. — личные интересы;αὐτὸ ἐφ΄ ἑαυτό Plat. и αὐτὸ καθ΄ αὑτό Arst. — нечто (существующее) само по себе, т.е. абсолютное;τὸ γιγνώσκειν αὐτὸν ἑαυτόν Plat. — самопознание;ἐν ἑαυτῷ γενέσθαι Xen. — прийти в себя;πλουσιώτεροι ἑαυτῶν γιγνόμενοι Thuc. — превзошедшие себя самих в богатстве, т.е. ставшие богаче прежнего;τῇ εὐρύτατος αὐτὸς ἑωυτοῦ (ὅ πόντος) Her. — там, где море достигает наибольшей своей ширины3) pl. (= ἀλλήλων См. αλληλων) друг друга, взаимноπαρακελευόμενοι ἐν ἑαυτοῖς Thuc. — ободряя друг друга;
καθ΄ αὑτοῖν Soph. — друг против друга -
7 κυρεω
1) наталкиваться, натыкаться, встречать(ся), попадатьκ. ἀτιμίης πρός τινος Her. — встречать презрение с чьей-л. стороны;
κ. στυγερᾶς μοίρας Aesch. — столкнуться с ужасной судьбой;γνώμῃ κ. Soph. — угадывать;ἦ καὴ δάμαρτα τήνδ΄ ἐπεικάζων κυρῶ κείνου ; Soph. — правильно ли я полагаю, что это его супруга?2) складываться, обстоятьκαλῶς κυρεῖ Aesch. — (все) обстоит хорошо;
εἰ τάδ΄ εὖ κυρεῖ Soph. — если все в порядке3) случаться, находиться, быть(εἰ κυρεῖ τις πέλας Aesch.)
τοῦτον οἶσθα, εἰ ζῶν κυρεῖ ; Soph. — (не) знаешь ли ты, жив он?;ποῦ μοι γῆς κυρεῖ τῆς Τρῳάδος ; Soph. — в каком же это месте Троады он обретается?4) достигать, получать; aor. обрести, иметь(οἵων τέκνων Her.; μεγίστων ἀγαθῶν Plat.)
κ. τῶν ἐπαξίων Aesch. — получить по заслугам;βίου λῴονος κυρῆσαι Soph. — обрести более счастливую жизнь;δίκης κυρήσας ἀπέθανε Her. — настигнутый возмездием, он умер, но μέ κυρήσας τῆς δίκης Eur. не добившись справедливости5) иметь отношение, касаться(τὰ πρὸς κατηγορίαν κυροῦντα Polyb.)
См. также в других словарях:
οἶσθα — οἶδα see perf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… … Dictionary of Greek
σκευασία — η, ΝΑ [σκευάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκευάζω, παρασκευή, ετοιμασία 2. σύνθεμα φαρμάκων ή άλλων ουσιών, σκεύασμα, παρασκεύασμα («τὰς τῶν φαρμάκων σκευασίας καὶ ριζῶν δυνάμεις», Διόδ.) νεοελλ. συσκευασία αρχ. 1. παρασκευή φαγητού… … Dictionary of Greek
быст — только цслав., 2 и 3 л. ед. ч. аор., ст. слав. быстъ наряду с бы от быть. По мнению Мейе (Et. 139 и сл.), при объяснении следует исходить из и. е. окончания 2 л. ед. ч. перфекта tha, греч. οἶσθα с древним преобразованием, аналогично позднегреч.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Глагол в праиндоевропейском языке — Глагол часть речи праиндоевропейского языка. Глагол в праиндоевропейском языке обладал категориями лица, числа, времени, залога и наклонения[1]. Реконструкция праиндоевропейской глагольной системы самая трудная область… … Википедия
εαυτού — ής, oύ (AM ἑαυτοῡ, ῆς, οῡ Α και αὑτοῡ, ῆς, οῡ) αυτοπαθής αντωνυμία γ προσώπου (α. «ἔρριπτον εἰς ὕδωρ σφᾱς αὐτούς» έπεφταν στο νερό β. «αὐτὸ ἐφ ἑαυτό» μόνο του, άσχετα από άλλα γ. «αὐτὸ καθ ἑαυτό» αυτό εξεταζόμενο μόνο του αποκλειστικά) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
μεταρσιολέσχης — μεταρσιολέσχης, ὁ (Α) αυτός που αερολογεί σχετικά με τα υψηλά και ουράνια θέματα, ο μετεωρολέσχης* («τοὺς μεταρσιολέσχας ἅπαντας οἶσθα ζητοῡντας, πότερον ἄπειρός ἐστιν ἤ πέρας ἔχων», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετάρσιος «ασταθής, μάταιος» + λεσχης… … Dictionary of Greek
οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… … Dictionary of Greek
οινόφλυξ — ο, η (Α οἰνόφλυξ, υχος) ο μεθυσμένος ή αυτός που έχει συνήθεια να πίνει πάρα πολύ, ο μέθυσος, ο μπεκρής, ο πιωμένος κατά κόρο («οἶσθα ὑπ ἐμοῡ γεγε νημένον... ἐκ μετριοπότου οἰνόφλυγα», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + φλυξ (< φλύω «αναβράζω»,… … Dictionary of Greek
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… … Dictionary of Greek