Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

οικουρια

См. также в других словарях:

  • οἰκουρία — οἰκουρίᾱ , οἰκούριος of fem nom/voc/acc dual οἰκουρίᾱ , οἰκούριος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) οἰκουρίᾱ , οἰκουρία housekeeping and its cares fem nom/voc/acc dual οἰκουρίᾱ , οἰκουρία housekeeping and its cares fem nom/voc sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκουρίᾳ — οἰκουρίᾱͅ , οἰκούριος of fem dat sg (attic doric aeolic) οἰκουρίαι , οἰκουρία housekeeping and its cares fem nom/voc pl οἰκουρίᾱͅ , οἰκουρία housekeeping and its cares fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικουρία — η (Α οἰκουρία) [οικουρώ] νεοελλ. παραμονή στο σπίτι, ιδίως λόγω ασθένειας αρχ. 1. η φύλαξη και η επιμέλεια τού σπιτιού 2. (για γυναίκες) η διαμονή στο σπίτι («ἔκειτο δὲ πάλαι καὶ σανδάλια καὶ ἄτρακτοι τὸ μὲν οἰκουρίας αὐτῆς, τὸ δὲ ἐνεργείας… …   Dictionary of Greek

  • οἰκούρια — οἰκούριος of neut nom/voc/acc pl οἰκούριος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκουρίας — οἰκουρίᾱς , οἰκούριος of fem acc pl οἰκουρίᾱς , οἰκούριος of fem gen sg (attic doric aeolic) οἰκουρίᾱς , οἰκουρία housekeeping and its cares fem acc pl οἰκουρίᾱς , οἰκουρία housekeeping and its cares fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκουρίαν — οἰκουρίᾱν , οἰκούριος of fem acc sg (attic doric aeolic) οἰκουρίᾱν , οἰκουρία housekeeping and its cares fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκούρι' — οἰκούρια , οἰκούριος of neut nom/voc/acc pl οἰκούρια , οἰκούριος of neut nom/voc/acc pl οἰκούριε , οἰκούριος of masc voc sg οἰκούριε , οἰκούριος of masc/fem voc sg οἰκούριαι , οἰκούριος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκουριῶν — οἰκουρία housekeeping and its cares fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενηβώ — ἐνηβῶ, άω (Α) [ένηβος] 1. περνώ την περίοδο τής ήβης, τής νεότητας, περνώ τα νιάτα μου 2. διασκεδάζω, ευθυμώ («ἐνηβήσας τῇ κατὰ χειμῶνα οἰκουρίᾳ», Λόγγος) 3. (για φυτά) ακμάζω, θάλλω, αυξάνομαι 4. (αμτβ.) βρίσκομαι στην ακμή τής νιότης …   Dictionary of Greek

  • οικουρότης — οἰκουρότης, ητος, ἡ (Μ) [οικουρός] η οικουρία …   Dictionary of Greek

  • οικούρημα — οἰκούρημα, τὸ (Α) [οικουρώ] 1. η φύλαξη τού σπιτιού («πικρὸν τόδ οἰκούρημα δεσπόταις ἐμοῑς», Ευρ.) 2. η διαμονή στο σπίτι, η οικουρία 3. φρ. «φθείρω οἰκουρήματα» διαφθείρω τις γυναίκες που μένουν στο σπίτι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»