Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

οικονομολόγος

См. также в других словарях:

  • οικονομολόγος — Οικονομική επιθεώρηση (1892 1903), με έδρα την Αθήνα. Από το 52o φύλλο της ο τίτλος της ήταν Ο. της Ελλάδος και Ανατολής και από το 1895 Ο. της Ανατολής. Από το 1896 εκδιδόταν στα γαλλικά (L’ Economiste d’ Orient). Με τον τίτλο Ο. Αθηνών… …   Dictionary of Greek

  • οικονομολόγος — ο, η 1. επιστήμονας που ασχολείται με την οικονομολογία (βλ. λ.). 2. αυτός που γνωρίζει να διαχειρίζεται τα δημόσια οικονομικά. 3. άνθρωπος προσεχτικός στις δαπάνες, αλλ. οικονόμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σπουργίτης, Αναστάσιος — Οικονομολόγος (1866 1942). Σπούδασε διαδοχικά στη Χαϊδελβέργη, τη Λιψία και το Μόναχο. Όταν γύρισε στην Ελλάδα τοποθετήθηκε στην Τράπεζα Αθηνών και ως το 1916 διατέλεσε διευθυντής. Ήταν ένας από τους ιδρυτές της Τράπεζας Εθνικής Οικονομίας και… …   Dictionary of Greek

  • αισιόδοξη οικονομική σχολή — Σχολή της πολιτικής οικονομίας που υποστήριξε ότι με την οικονομική εξέλιξη θα υπάρξουν ευεργετικά αποτελέσματα για όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Κυριότεροι εκπρόσωποι της υπήρξαν ο Γάλλος γιατρός και οικονομολόγος Φρανσουά Κενέ (1694 1774), ο… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • Βικρέι, Γουίλιαμ — (WilliamVickrey, Βικτόρια, Καναδάς 1914 – 1996). Καναδός οικονομολόγος και μαθηματικός. Αποφοίτησε με το πτυχίο μαθηματικών από το πανεπιστήμιο του Γέιλ το 1935 και έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο στα οικονομικά από το πανεπιστήμιο Κολούμπια το 1937.… …   Dictionary of Greek

  • Διομήδης-Κυριακός — Επώνυμο γνωστής οικογένειας από τις Σπέτσες, μέλη της οποίας διακρίθηκαν κατά τον 19ο και τον 20ό αι. 1. Αλέξανδρος (Αθήνα 1875 – 1950). Οικονομολόγος και πολιτικός. Ήταν γιος του Νικολάου Δ. K. (βλ. 6.). Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών… …   Dictionary of Greek

  • Έβερτ, Μιλτιάδης — (Αθήνα 1939 –). Πολιτικός και οικονομολόγος. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών (Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών) και εργάστηκε ως διοικητικός διευθυντής σε μεγάλες βιομηχανίες και ως οικονομικός σύμβουλος της… …   Dictionary of Greek

  • Εϊνάουντι, Λουίτζι — (Luigi Einaudi, Κούνεο 1874 – Ρώμη 1961). Ιταλός οικονομολόγος και πολιτικός, πρόεδρος της Ιταλικής δημοκρατίας (1948 55). Διέπρεψε ως δημοσιογράφος και από το 1902 δίδαξε οικονομικές επιστήμες στα πανεπιστήμια του Τορίνο και του Μιλάνου. Το 1919 …   Dictionary of Greek

  • Ένγκελς, Φρίντριχ — (Friedrich Engels, Μπάρμεν, Ρηνανία 1820 – Λονδίνο 1895). Γερμανός οικονομολόγος και φιλόσοφος. Υπήρξε, μαζί με τον Καρλ Μαρξ, ο εισηγητής του επιστημονικού σοσιαλισμού και της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Γιος βιομηχάνου, εγκατέλειψε για… …   Dictionary of Greek

  • Ζίγδης, Ιωάννης — (Λίνδος, Ρόδος 1913 – Αθήνα 1997). Οικονομολόγος και πολιτικός. Σπούδασε οικονομικές και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στην οικονομική σχολή του Λονδίνου (LSE). Νέος ακόμη πήρε μέρος στον αγώνα για την απελευθέρωση της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»