-
1 οικοδομώ
οἰκοδομέωbuild a house: pres subj act 1st sg (attic epic doric)οἰκοδομέωbuild a house: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 οἰκοδομῶ
οἰκοδομέωbuild a house: pres subj act 1st sg (attic epic doric)οἰκοδομέωbuild a house: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 οικοδόμω
-
4 οἰκοδόμῳ
-
5 οικοδομώ
(ε), οικοδομώάω μετ. сооружать; строить (тж. перен.) -
6 οἰκοδομῶ
я строилстроюΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > οἰκοδομῶ
-
7 οικοδομώ
[икодомо] р. строить,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οικοδομώ
-
8 οικοδομώ
[икодомо] ρ строить. -
9 οικοδομώ
constructΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > οικοδομώ
-
10 строить
строить 1) (здание и т. л.) οικοδομώ, χτίζω; κατασκευάζω (сооружать) 2) (создавать) κάνω; διαμορφώνω (формировать) 3) (ставить в* * *1) (здание и т. п.) οικοδομώ, χτίζω; κατασκευάζω ( сооружать)2) ( создавать) κάνω; διαμορφώνω ( формировать)3) ( ставить в строй) παρατάσσω, συντάσσω -
11 οικοδόμωι
-
12 οἰκοδόμωι
-
13 застроить
-рою, -оишь ρ.σ.μ.1. οικοδομώ, καλύπτω μια τοποθεσία με οικοδομές.2. αρχίχω να οικοδομώ κλπ. ρ. βλ. строить.οικοδομούμαι, καλύπτομαι από οικοδομές•пригороды -лись τα προάστεια γέμισαν σπίτια.
-
14 обстроить
-ою, -оишьρ.σ.μ.1. περιοικοδομώ.2. χτίζω, οικοδομώ.1. χτίζω, οικοδομώ εγκατασταίνομαι.2. χτίζομαι, οικοδομούμαι. -
15 строить
строить 1строго, строишьρ.δ.1. οικοδομώ, χτίζω• φτιάχνω•строить дом χτίζω σπίτι•
строить мост φτιάχνω γεφύρι.
|| κατασκευάζω•строить паровозы κατασκευάζω μηχανή σιδηροδρομική.
|| ράβω (ένδυμα).2. μτφ. δημιουργώ•строить социализм οικοδομώ (χτίζω) το σοσιαλισμό.
3. σχεδιάζω•строить ромб σχεδιάζω ρόμβο.
4. συντάσσω• συνθέτω-φτιάχνω, κάνω•строить фразу συντάσσω φράση•
репертуар φτιάχνω το ρεπερτόριο•
строить планы κάνω σχέδια, οργανώνω•
он хорошо -ит свою работу αυτός καλά οργανώνει τη δουλειά του,
5. βασίζω, στηρίζω•строить опыты на точных вычислениях στηρίζω τα πειράματα σε ακριβείς υπολογισμούς.
6. κάνω•строить гримасы μορφάζω•
строить шутки κάνω αστεία.
7. συντάσσω•строить взвод в три шеренги συντάσσω τη διμοιρία σε τρεις ζυγούς.
8. παλ. μουσ. κουρντίζω.εκφρ.строить воздушные замки – φτιάχνω πύργους στον αέρα (αεροβατώ, αιθεροβατώ, φαντασιοκοπώ)•строить из себя кого – παρουσιάζω τον εαυτό μου για κάποιον, κάνω πως είμαι.,., προσποιούμαιτον...1. οικοδομούμαι, χτίζομαι• γίνομαι.2. δημιουργούμαι, κατασκευάζομαι.3. συντίθεμαι• συντάσσομαι.4. επεξεργάζομαι, εκπονούμαι•-лись планы εκπονήθηκαν τα σχέδια.
5. βασίζομαι, στηρίζομαι.6. συντάσσομαι (στηγραμμή).строить 2строю, строишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стронный, βρ: строн, строена, строеноρ.σ.μ.τριπλασιάζω• ενώνω ανά τρία. || επα-ναλαβαίνω τρεις φορές. -
16 возводить
1. стр. ανεγείρω, οικοδομώ 2. мат. υψώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > возводить
-
17 воздвигать
(здание) ανεγείρω, οικοδομώ, κτίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > воздвигать
-
18 настраивать
1. (построить, пристроить) κτίζωοικοδομώ2. муз. κουρδίζω 3. (отрегулировать) ρυθμίζωσυντονίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > настраивать
-
19 строить
1. (здание, сооружение) κτίζω, οικοδομώ 2 (график, кривую) σχεδιάζω 3. (создавать, составлять что-л.) σχηματίζω, συντάσσω 4. (организовывать) σχηματίζω, τακτοποιώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > строить
-
20 возводить
возводитьнесов1. (строить) ἀνεγείρω, οίκοδομῶ·2. (в сан, в должность) ἀπονέμω τίτλο, προάγω, προβιβάζω·3. мат ὑψώνω· ◊ \возводить обвинение на кого-л. κατηγορώ κάποιον, προσάπτω κα-τηγορία[ν]· \возводить в принцип κάνω κανόνα, ἀνάγω σέ ἀξίωμά \возводить на престол ἐνθρονίζω, βάζω στό θρόνο.
См. также в других словарях:
οικοδομώ — οικοδομώ, οικοδόμησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
οικοδομώ — έω και άω (ΑΜ οικοδομῶ, έω) [οικοδόμος (Ι)] 1. ανεγείρω κτήριο, κτίζω (α. «η περιοχή δεν έχει ακόμη οικοδομηθεί» β. «διέταξε... οἰκίας οἰκοδομέειν», Ηρόδ.) 2. μτφ. δημιουργώ, θεμελιώνω (α. «έκανε προσπάθειες να οικοδομήσει μια νέα Ελλάδα» β. «ἐπὶ … Dictionary of Greek
οικοδομώ — οικοδόμησα, οικοδομήθηκα, οικοδομημένος 1. σηκώνω κτίριο, χτίζω. 2. μτφ., δημιουργώ: Η δημοκρατία πρέπει να οικοδομηθεί με βάση τα ανθρώπινα δικαιώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰκοδομῶ — οἰκοδομέω build a house pres subj act 1st sg (attic epic doric) οἰκοδομέω build a house pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδόμῳ — οἰκόδομος builder masc dat sg οἰκοδόμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδόμωι — οἰκοδόμῳ , οἰκόδομος builder masc dat sg οἰκοδόμῳ , οἰκοδόμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενοικοδομώ — (AM ἐνοικοδομῶ, έω) [οικοδομώ] χτίζω, οικοδομώ κάπου αρχ. 1. οικοδομώ, χτίζω κάπου για τον εαυτό μου («τεῑχος ἐνοικοδομησάμενοι ἔφθειρον τοὺς ἐν τῇ πόλει», Θουκ.) 2. αποφράζω, κλείνω με τοίχο («ἐνοικοδομῆσαι τὴν εἴσοδον», Αρριαν.) 3. ανοικοδομώ … Dictionary of Greek
μετοικοδομώ — μετοικοδομῶ, έω (Α) 1. οικοδομώ ή χτίζω με διαφορετικό τρόπο, δίδω σε μια οικοδομή άλλη μορφή 2. οικοδομώ ή χτίζω σε άλλο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + οἰκοδομῶ «ανεγείρω οικοδομή»] … Dictionary of Greek
δέμω — (AM) 1. χτίζω, οικοδομώ 2. κατασκευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δέμω ανάγεται σε ΙΕ *dem «χτίζω, οικοδομώ, κατασκευάζω» (πρβλ. γοτθ. ga timan, αρχ. άνω γερμ. zeman, νεογερμ. geziemen «αρμόζω, ταιριάζω», που γεννούν όμως αμφιβολίες λόγω τής σημασιολογικής… … Dictionary of Greek
κατοικοδομώ — κατοικοδομῶ, έω (Α) 1. οικοδομώ πάνω ή μέσα σε κάποιον τόπο, ανεγείρω οικοδομή («τὰς ὁδοὺς κωλύουσι κατοικοδομεῑν», Αριστοτ.) 2. δαπανώ για την κατασκευή οικοδομών («χαίρεις κατοικοδομῶν», Πλούτ.) 3. χρησιμοποιώ κάτι για οικοδομή 4. κλείνω… … Dictionary of Greek
παροικοδομώ — έω, Α 1. οικοδομώ, κτίζω κάτι κοντά, παράλληλα ή απέναντι σε άλλο οικοδόμημα («οἱ δὲ παρῳκοδομήκασιν ἡμῑν τεῑχος ἁπλοῡν», Θουκ.) 2. φράζω, δημιουργώ φραγμό με κτίσμα, με τοίχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οἰκοδομῶ «ανεγείρω οικοδομή»] … Dictionary of Greek