Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οικοδομώ

См. также в других словарях:

  • οικοδομώ — οικοδομώ, οικοδόμησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • οικοδομώ — έω και άω (ΑΜ οικοδομῶ, έω) [οικοδόμος (Ι)] 1. ανεγείρω κτήριο, κτίζω (α. «η περιοχή δεν έχει ακόμη οικοδομηθεί» β. «διέταξε... οἰκίας οἰκοδομέειν», Ηρόδ.) 2. μτφ. δημιουργώ, θεμελιώνω (α. «έκανε προσπάθειες να οικοδομήσει μια νέα Ελλάδα» β. «ἐπὶ …   Dictionary of Greek

  • οικοδομώ — οικοδόμησα, οικοδομήθηκα, οικοδομημένος 1. σηκώνω κτίριο, χτίζω. 2. μτφ., δημιουργώ: Η δημοκρατία πρέπει να οικοδομηθεί με βάση τα ανθρώπινα δικαιώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰκοδομῶ — οἰκοδομέω build a house pres subj act 1st sg (attic epic doric) οἰκοδομέω build a house pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοδόμῳ — οἰκόδομος builder masc dat sg οἰκοδόμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοδόμωι — οἰκοδόμῳ , οἰκόδομος builder masc dat sg οἰκοδόμῳ , οἰκοδόμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενοικοδομώ — (AM ἐνοικοδομῶ, έω) [οικοδομώ] χτίζω, οικοδομώ κάπου αρχ. 1. οικοδομώ, χτίζω κάπου για τον εαυτό μου («τεῑχος ἐνοικοδομησάμενοι ἔφθειρον τοὺς ἐν τῇ πόλει», Θουκ.) 2. αποφράζω, κλείνω με τοίχο («ἐνοικοδομῆσαι τὴν εἴσοδον», Αρριαν.) 3. ανοικοδομώ …   Dictionary of Greek

  • μετοικοδομώ — μετοικοδομῶ, έω (Α) 1. οικοδομώ ή χτίζω με διαφορετικό τρόπο, δίδω σε μια οικοδομή άλλη μορφή 2. οικοδομώ ή χτίζω σε άλλο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + οἰκοδομῶ «ανεγείρω οικοδομή»] …   Dictionary of Greek

  • δέμω — (AM) 1. χτίζω, οικοδομώ 2. κατασκευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δέμω ανάγεται σε ΙΕ *dem «χτίζω, οικοδομώ, κατασκευάζω» (πρβλ. γοτθ. ga timan, αρχ. άνω γερμ. zeman, νεογερμ. geziemen «αρμόζω, ταιριάζω», που γεννούν όμως αμφιβολίες λόγω τής σημασιολογικής… …   Dictionary of Greek

  • κατοικοδομώ — κατοικοδομῶ, έω (Α) 1. οικοδομώ πάνω ή μέσα σε κάποιον τόπο, ανεγείρω οικοδομή («τὰς ὁδοὺς κωλύουσι κατοικοδομεῑν», Αριστοτ.) 2. δαπανώ για την κατασκευή οικοδομών («χαίρεις κατοικοδομῶν», Πλούτ.) 3. χρησιμοποιώ κάτι για οικοδομή 4. κλείνω… …   Dictionary of Greek

  • παροικοδομώ — έω, Α 1. οικοδομώ, κτίζω κάτι κοντά, παράλληλα ή απέναντι σε άλλο οικοδόμημα («οἱ δὲ παρῳκοδομήκασιν ἡμῑν τεῑχος ἁπλοῡν», Θουκ.) 2. φράζω, δημιουργώ φραγμό με κτίσμα, με τοίχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οἰκοδομῶ «ανεγείρω οικοδομή»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»