Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

οικειοθελής

См. также в других словарях:

  • οικειοθελής — ές αυτός που γίνεται με τη θέληση εκείνου που ενεργεί ή αυτός που προέρχεται από ιδία θέληση, αυτοπροαίρετος, αυτόβουλος, θεληματικός, εκούσιος. επίρρ... οικειοθελώς εκούσια, θεληματικά, αυτοπροαίρετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + θελής (< θέλω)] …   Dictionary of Greek

  • αυτενέργεια — Ενέργεια που προέρχεται από την ελεύθερη θέληση ή την παρόρμηση του ατόμου και δεν οφείλεται σε ξένη επίδραση. Κατά τους ψυχολόγους α. είναι το είδος εκείνο της πράξης που προέρχεται από το ελεύθερο εγώ, είναι δηλαδή άμεση έκφρασή του. * * * η (Μ …   Dictionary of Greek

  • αυτοθυσία — η η οικειοθελής θυσία του εαυτού μας ή των συμφερόντων μας προς όφελος των άλλων, αγαπημένου προσώπου ή ιδανικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + θυσία. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Δημήτριο Γουζέλη] …   Dictionary of Greek

  • ιδιοθελώς — και ιδιόθελα (Μ ἰδιοθελῶς) επιρρ. με τη θέληση κάποιου, εκουσίως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αναλογικός σχηματισμός κατά το οικειοθελώς (< οικειοθελής)] …   Dictionary of Greek

  • ιδιόβουλος — η, ο 1. αυτός που έχει και ακολουθεί δική του βούληση, ο αυτόβουλος 2. αυτός που γίνεται με τη θέληση κάποιου, ο οικειοθελής, ο εκούσιος. επίρρ... ιδιοβούλως (Μ ἰδιοβούλως) με τη θέληση κάποιου μσν. σύμφωνα με τις προσωπικές επιθυμίες κάποιου,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»