-
1 οικειοθελής
ης, ες добровольный; по собственному желанию сделанный;οικειοθελής προσφορά — добровольный вклад, взнос
См. также в других словарях:
οικειοθελής — ές αυτός που γίνεται με τη θέληση εκείνου που ενεργεί ή αυτός που προέρχεται από ιδία θέληση, αυτοπροαίρετος, αυτόβουλος, θεληματικός, εκούσιος. επίρρ... οικειοθελώς εκούσια, θεληματικά, αυτοπροαίρετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + θελής (< θέλω)] … Dictionary of Greek
αυτενέργεια — Ενέργεια που προέρχεται από την ελεύθερη θέληση ή την παρόρμηση του ατόμου και δεν οφείλεται σε ξένη επίδραση. Κατά τους ψυχολόγους α. είναι το είδος εκείνο της πράξης που προέρχεται από το ελεύθερο εγώ, είναι δηλαδή άμεση έκφρασή του. * * * η (Μ … Dictionary of Greek
αυτοθυσία — η η οικειοθελής θυσία του εαυτού μας ή των συμφερόντων μας προς όφελος των άλλων, αγαπημένου προσώπου ή ιδανικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + θυσία. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Δημήτριο Γουζέλη] … Dictionary of Greek
ιδιοθελώς — και ιδιόθελα (Μ ἰδιοθελῶς) επιρρ. με τη θέληση κάποιου, εκουσίως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αναλογικός σχηματισμός κατά το οικειοθελώς (< οικειοθελής)] … Dictionary of Greek
ιδιόβουλος — η, ο 1. αυτός που έχει και ακολουθεί δική του βούληση, ο αυτόβουλος 2. αυτός που γίνεται με τη θέληση κάποιου, ο οικειοθελής, ο εκούσιος. επίρρ... ιδιοβούλως (Μ ἰδιοβούλως) με τη θέληση κάποιου μσν. σύμφωνα με τις προσωπικές επιθυμίες κάποιου,… … Dictionary of Greek