-
1 дорожный
дорожный οδοιπορικός· \дорожный ые расходы τα ναύλα· \дорожныйое строительство η οδοποιία· \дорожный знак о οδοδείχτης* * *доро́жные расхо́ды — τα ναύλα
доро́жное строи́тельство — η οδοποιία
доро́жный знак — ο οδοδείχτης
См. также в других словарях:
οδοδείχτης — ο σήμα σε διασταύρωση δρόμων που δείχνει την κατεύθυνση της θέσης χωριών ή πόλεων και την απόστασή τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οδοδείκτης — και οδοδείχτης, ο (Μ ὁδοδείκτης) νεοελλ. πινακίδα σε διασταύρωση οδών που δείχνει τις κατευθύνσεις και τις χιλιομετρικές αποστάσεις προς τα πλησιέστερα κατοικημένα σημεία μσν. αυτός που προπορεύεται και δείχνει τον δρόμο, ο οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek