-
1 οδηγός
[одигос] οοσ. а. проводник, водитель, шофёр,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οδηγός
-
2 ролик
το ράγουλοнатяжной - τάνυσης, ο αντιχαλαρωτικός κύλινδροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ролик
-
3 водитель
водительм ὁ ὁδηγός (λεωφορείου):\водитель автомашины ὁ ὀδηγός αὐτοκινήτου, ὁ σωφέρ· \водитель трамвая ὁ τραμβαγιέρης, ὁ ὁδηγός (τοῦ) τραμ. -
4 руководство
руководствос1. (действие) καθοδήγηση [-ις] / ἡ διεύθυνση [-ις], ἡ διοίκηση [-ις] (учреждением и т. п.):под непосредственным \руководством μέ τήν ἄμεση καθοδήγηση· под \руководством партии μέ τήν καθοδήγηση ταῦ κόμματος· оперативное \руководство ἡ ζωντανή καθοδήγηση·2. (то, чем нужно руководствоваться) ὁ ὁδηγός:\руководство к действию ὁδηγός γιά δράση·3. собир. (руководители) ἡ διοίκηση [-ις], ἡ διεύθυνση [-ις]:партийное \руководство ἡ κομματική καθοδήγηση, ἡ κομματική ἡγεσία·4. (пособие) τό ἐγχει-ρίδιο[ν], ὁ ὁδηγός. -
5 направляющий
επ. από μτχ.κατευθυντήριος, οδηγός•направляющий ролик τροχαλία οδηγός.
(στρατ.) οδηγός (κατεύθυνσης). -
6 справочник
-а α.οδηγός (βιβλίο)• κατάλογος• βοήθημα•карманный справочник οδηγός της τσέπης•
телефонный справочник τηλεφωνικός κατάλογος•
по математике βοήθημα για τα μαθηματικά•
кулинарии οδηγάς μαγειρικής•
технический-τεχνικός οδηγός.
-
7 башмак
1. тех. το πέδιλ/ο, το πέλμαкрей-цкопфный направляющий горн. - οδηγός σταυρούнаправляющий горн. - οδηγόςтормозной - πέδης/φρένου2. (обувь) η αρβύλα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > башмак
-
8 лопатка
1. (часть турбины, компрессора и т.п.) το πτερύγιο (στροβίλου, συμπιεστή κ.λπ.)· активная - δράσης 2. (ручной инструмент) το μικρό φτυάρι 3. арх. η λομβαρδική ζώνη 4. анат. η ωμοπλάτη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > лопатка
-
9 направляющая
ο οδηγός (η οδηγός δοκός)боковая (прок.) - πλευρικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > направляющая
-
10 роульс
το κάρυ/ο, разг. το ράουλοнаправляющий - для грузового шкентеля мор. - του έπαρτη, ο οδηγός σύρματος φορτίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > роульс
-
11 водитель
-
12 проводник
-
13 путеводитель
-
14 разговорник
-
15 справочник
справочник м о οδηγός· το εγχειρίδιο (руководство)' телефонный \справочник о τηλεφωνικός κατάλογος* * *мο οδηγός; το εγχειρίδιο ( руководство)телефо́нный спра́вочник — ο τηλεφωνικός κατάλογος
-
16 шофёр
-
17 экскурсовод
-
18 вожак
вожакм1. (проводник) ὁ ὁδηγός, ὁ ποδηγέτης·2. (в стаде) ὁ ὁδηγός κοπα-διοϋ/ ὁ μπροστόρης (в отаре)·3. (руководитель) ὁ ἀρχηγός, ὁ ήγέτης. -
19 вожатый
вожатыйм1. (трамвая) ὁ ὁδηγός τοῦ τρἀμ, ὁ τραμβαγέρης·2. (пионерского отряда) ὁ ὁμαδάρχης (τῶν πιονιέρων)·3. (проводник) ὁ ὁδηγός. -
20 справочник
справочн||икм ὁ ὁδηγός:карманный \справочник ὀδηγός τής τσέπης· железнодорожный \справочник τό σιδηροδρομικά δρομολόγιο· телефонный \справочник ὁ τηλεφωνικός κατάλογος.
См. также в других словарях:
ὁδηγός — guide masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδηγός — Στη γεωμετρία προκειμένου για μια επιφάνεια ευθειογενή, Ε, κάθε καμπύλη της επιφάνειας αυτής, που τέμνει κάθε γενέτειρα της σε ένα μόνο σημείο (κάθε μία από τις ευθείες της Ε ονομάζεται μία γενέτειρά της). Έτσι κάθε τομή από επίπεδο μιας… … Dictionary of Greek
οδηγός — ο 1. αυτός που δείχνει το δρόμο, που πάει μπροστά: Χωρίς οδηγό δεν μπορείς να μπεις στα τροπικά δάση. 2. ο πρώτος της παράταξης, της γραμμής: Οδηγός δεξιά, μαρς! (γυμν. παράγγελμα). 3. γενικά ο επικεφαλής ομάδας. 4. αυτός που χειρίζεται, που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁδηγοί — ὁδηγός guide masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδηγούς — ὁδηγός guide masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδηγέ — ὁδηγός guide masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδηγῷ — ὁδηγός guide masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδηγόν — ὁδηγός guide masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ВЕЛИКАЯ ЛАВРА — Великая Лавра[греч. Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου], муж. общежительный, древнейший из существующих мон рей на горе Афон. Первоначально был посвящен Благовещению Божией Матери, в XV в. переименован в честь прп. Афанасия Афонского (ок. 925/30… … Православная энциклопедия
Αναγνωστόπουλος, Πάνος — (Γαργαλιάνοι 1883 – Αθήνα 1964).Γεωπόνος και συγγραφέας. Σπούδασε γεωπονία στο πανεπιστήμιο Γουισκόνσιν των ΗΠΑ, όπου ειδικεύτηκε σε θέματα δενδροκομίας και κηπουρικής. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγητής στη Γεωργική Σχολή της Λάρισας και κατόπιν… … Dictionary of Greek
αμαξοδηγός — ο 1. οδηγός άμαξας, ή αμαξιού, αμαξηλάτης 2. οδηγός σιδηροδρομικής αμαξοστοιχίας, μηχανοδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμαξα ή άμαξι + οδηγός] … Dictionary of Greek