-
1 δευτεροδέομαι
A to be secondary, produced by repetition, of numbers, Theol.Ar.22;μονάδες Nicom.Ar.1.19
, cf. Syrian. in Metaph.149.23:—hence Subst. [suff] δευτερ-οδία (better [suff] δευτερ-ῳδία), ἡ, secondary series, Theol.Ar.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δευτεροδέομαι
-
2 δευτερῳδέομαι
A v. δευτεροδέομαι, - οδία.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δευτερῳδέομαι
-
3 παλινοδία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλινοδία
-
4 πολυοδία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυοδία
-
5 τετραοδία
A a place where four roads meet, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετραοδία
-
6 ὁδεία
См. также в других словарях:
οδία — ὁδία, ἡ (Α) βλ. οδεία … Dictionary of Greek
μισγοδία — και μισγοδίη, ἡ (Α) μιξοδία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίσγω + οδία (< οδός < ὁδός), πρβλ. κακ οδία, περι οδία] … Dictionary of Greek
κακοδία — κακοδία, ἡ (Α) η κακή οδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + οδία (< οδος < ὁδός), πρβλ. πολυ οδία] … Dictionary of Greek
οδεία — ὁδεία και ὁδία, ἡ (Α) [οδεύω] 1. πο ρεία, ταξίδι 2. πομπή, παρέλαση … Dictionary of Greek
προόδια — τὰ, Α τα προηγούμενα, τα προκαταρκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὅδιος (< ὁδός), πρβλ. εφ όδια] … Dictionary of Greek