-
1 ογκώδης
[онгодис] εκ. объёмистый, массивный, толстый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ογκώδης
-
2 громоздкий
ογκώδης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > громоздкий
-
3 громадный
-
4 массивный
-
5 массивный
масси́вн||ыйприл Ογκώδης:\массивныйая постройка ἡ ὁγκώδης οίκοδομή· \массивныйая фи-гу́ра ὁ μεγαλοσωμος ἀνθρωπος. -
6 крупный
(по размеру) μεγάλος, χοντρός, ογκώδης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крупный
-
7 массив
ο όγκος, η ογκώδης κατασκευή· бетонный - του σκυροδέματοςжилищный - η συνοικία, το πλήθος ομοιότυπων πολυκατοικιώνлесной - η δασώδης περιοχή, η δασική έκτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > массив
-
8 тяжёлый
βαρ/ύςογκώδης- водород - ύ υδρογόνο, το δευτέριοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тяжёлый
-
9 громоздкий
громоздкийприл χονδροκαμωμένος, ὁγκώδης, ἄγαρμπτος. -
10 крупный
кру́пн||ыйприл1. μεγάλος, ὁγκώδης:\крупныйым шагом μέ μεγάλα βήματα· \крупный рогатый скот τά μεγάλα κερασφόρα ζῶα· \крупныйая промышленность ἡ βαρειά βιομηχανία· \крупныйые силы воен. οἱ ἰσχυρές δυνάμεις· \крупныйая ошибка τό χοντρό λάθος·2. (видный, значительный) διακεκριμένος, σημαντικός:\крупный ученый διακεκριμένος ἐπιστήμων3. (существенный, серьезный) σημαντικός1 <> \крупныйые деньги τά μεγάλα ποσά· \крупный разговор ἡ σοβαρή συζήτηση· \крупныйым планом σέ μεγάλο πλάνο, σέ γκρό-πλάν. -
11 кряжистый
кряжистыйприл1. (о дереве) χοντρός, ὁγκώδης·2. (о человеке) κοτσονάτος, γεροδεμένος. -
12 объемистый
объем||истыйприл ὁγκώδης:\объемистыйистая ру́копись τό Ογκώδες χειρόγραφο. -
13 массивный
[μασσίβνυϊ] εκ. ογκώδης -
14 массивный
[μασσίβνυϊ] επ ογκώδης -
15 громоздкий
επ., βρ: -док, -дка, -дкоογκώδης• δυσκολομετακίνητος. -
16 крупногабаритный
επ.μεγάλου μεγέθους, μεγάλων διαστάσεων, ογκώδης. -
17 крупный
επ., βρ: крупен, крупна, крупно;1. μεγάλος, χοντρός, ογκώδης•крупный песок χοντρός άμμος•
крупный скот τα χοντρά ζώα•
крупный шрифт ή почерк μεγάλα γράμματα•
крупный лес δάσος μεγάλων δέντρων•
-ые капли χοντρές σταγόνες•
крупный орех μεγάλο καρύδι•
-ые черты лица αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•
-ая индустрия η μεγάλη βιομηχανία•
-ые предприятия οι μεγάλες επιχειρήσεις•
крупный талант μεγάλο ταλέντο•
-учёный μεγάλος επιστήμονας•
-ые деньги τα χοντρά χρήματα (ως αντώνυμο των ψιλών)•
2. σοβαρός, σημαντικός•-ые успехи, достижения μεγάλες επιτυχίες, επιτεύξεις.
εκφρ.- ая дрожь – μεγάλη τρεμούλα•крупный разговор – δυσάρεστη συνομιλία (τσούγκρισμα)•- ая сумма – σημαντικό (σεβαστό) χρηματικό ποσό. -
18 курдюк
-а α.ογκώδης ουρά προβάτου με λίπος. -
19 массивный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. ογκώδης, βαρύς• στερεός•-ая мебель ογκώδες έπιπλο•
массивный памятник ογκώδες μνημείο.
2. (για ανθρώπους, ζώα) μεγαλόσωμος, σωματώδης, ευμεγέθης. -
20 объёмистый
επ., βρ: -мист, -а, -оογκώδης, ευμεγέθης, μεγάλος•-ая книга ογκώδες βιβλίο•
-ая чишка μεγάλο φλιτζάνι τσαγιού.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὀγκώδης — swelling masc/fem acc pl (attic epic doric) ὀγκώδης swelling masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ὀγκώδης swelling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ογκώδης — (I) ες (ΑΜ ὀγκώδης, ῶδες) [όγκος (Ι)] 1. αυτός που έχει μεγάλο όγκο, παχύς, χοντρός φουσκωμένος (α. «ογκώδης τόμος» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα», Ξεν.) 2. μτφ. στομφώδης, πομπώδης («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.) νεοελλ. άκομψος, βαρύς,… … Dictionary of Greek
ογκώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, χοντρός, μεγάλος σε διαστάσεις, παχύσαρκος, βαρύς, ασήκωτος: Συσκευάσανε το εμπόρευμα σε ογκώδη δέματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀγκωδέστερον — ὀγκώδης swelling adverbial comp ὀγκώδης swelling masc acc comp sg ὀγκώδης swelling neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκώδει — ὀγκώδης swelling masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὀγκώδης swelling masc/fem/neut dat sg ὀγκώδεϊ , ὀγκώδης swelling dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκώδη — ὀγκώδης swelling neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀγκώδης swelling masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀγκώδης swelling masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκωδέστατα — ὀγκώδης swelling adverbial superl ὀγκώδης swelling neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκωδέστατον — ὀγκώδης swelling masc acc superl sg ὀγκώδης swelling neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκῶδες — ὀγκώδης swelling masc/fem voc sg ὀγκώδης swelling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀγκώδεις — ὀγκώδης swelling masc/fem acc pl ὀγκώδης swelling masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελτοειδής — Ογκώδης μυς που καλύπτει την άρθρωση του ώμου, εκφύεται από τα οστά της κλείδας και της απόφυσης της ωμοπλάτης και καταφύεται στο μέσο του βραχιονίου. Από αυτόν εξαρτάται η ανυψωτική κίνηση του βραχίονα. Η ονομασία του οφείλεται στο σχήμα του,… … Dictionary of Greek