Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

οίκος

  • 1 дом

    -а (-у), προθτ. в -е, на -у, πλθ. -а а.
    1. σπίτι, οικία•

    каменный дом πέτρινο σπίτι•

    деревянный дом ζυλόσπιτο•

    жилой дом κατοικία•

    в -е стало тихо στο σπίτι έγινε ησυχία•

    многоквартирный дом πολυκατοικία•

    загородной -εξοχικό σπίτι.

    2. οίκημα, ενδιαίτημα, εστία•

    выгнать из дома ή из дому διώχνω από το σπίτι.

    3. οι κάτοικοι του σπιτιού, το σπιτικό η οικογένεια•

    весь дом сбежался на крик όλο το σπίτι έτρεξε στην κραυγή•

    в гости всем -ом пошли μουσαφίρηδες πηγε όλο το σπίτι νοικοκυριό•

    богатый дом πλούσιο σπίτι•

    хлопотать по -у ασχολούμαι (περιποιούμαι) το νοικοκυριό.

    4. δυναστεία, οίκος•

    дом Романовых ο οίκος των Ρομανόφ.

    5. (διάφορα ιδρύματα) σπίτι, οίκος•

    дом культуры σπίτι πολιτισμού•

    дом отдыха σπίτι ανάπαυσης•

    детский дом παιδικό δημόσιο άσυλο•

    дом пионеров σπίτι των πιονέρων•

    родильный μαιευτήριο•

    βλ. ανωτ. детский дом.
    6. κατάστημα•

    банкирский дом τραπεζιτικός οίκος•

    торговый дом εμπορικός οίκος•

    исправительный дом σωφρονιστήριο•

    игорный-χαρτοπαικτείο, κυβευτήριο•

    питейный дом ταβέρνα, καμπαρέ.

    εκφρ.
    на дом – στο σπίτι•
    брать работу на дом – παίρνω δουλιά στο σπίτι•
    на –у – στο σπίτι, οίκοι•
    работать на -у – εργάζομαι στο σπίτι•
    отказать от -а (кому) – δε δέχομαι στο σπίτι μου κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > дом

  • 2 дом

    дом
    м
    1. (здание) τό σπίτι, ἡ οίκία, τό κτίριο[ν]:
    жило́й \дом ἡ κατοικία· многоквартирный \дом ἡ πολυκατοικία· многоэтажный \дом τό πολυόροφο σπίτι·
    2. (жилье, квартира) ἡ κατοικία, τό σπίτι, τό διαμέρισμα:
    и́з \дому ἀπό τό σπίτι· доставка на \дом ἡ διανομή κατ' οίκον
    3. (семья, хозяйство) τό σπίτι, τό σπιτικό, ἡ ἐστία, ἡ οἰκογένεια, ἡ φαμιλιά:
    хозяин \дома ὁ οίκοδεσπότης, ὁ νοικοκύρης τοδ σπιτιού· хлопотать по \дому ἀσχολούμαι με τό νοικοκυριό·
    4. (клуб) τό σπίτι, ἡ στέγη, ὁ οίκος:
    \дом ученых ὁ οίκος τοῦ ἐπιστήμονα· \дом культуры τό σπίτι τοῦ πολιτισμοὔ \дом пионеров τό σπίτι τῶν πιονιέρων· \дом отдыха τό σπίτι ἀνάπαυσης· Родильный \дом τό μαιευτήριο· детский \дом τό παιδικό ἀσυλο, τό ὀρφανοτροφείο[ν]· (заведение, предприятие) уст.:
    торговый \дом ὁ ἐμπορικός οίκος· \дом умалишенных τό φρενοκομείο, τό ψυχιατρείο· исправительный \дом τό σωφρονιστήριο·
    6. (династия) ὁ βασιλικός οίκος· ◊ ночлежный \дом τό πανδοχείο, τό νυκτερινό ἄσυλο· публичный \дом τό χαμαιτυπεῖο, τό πορνείο· работать на \дому́ ἐργάζομαι στό σπίτι· разойтись по \дома́м πηγαίνετε στά σπίτια σας· вне \дома ἔξωἀπό τό σπίτι.

    Русско-новогреческий словарь > дом

  • 3 ателье

    ателье с το ατελιέ, το εργαστήριο \ателье мод о οίκος μόδας
    * * *
    с
    το ατελιέ, το εργαστήριο

    ателье́ мод — ο οίκος μόδας

    Русско-греческий словарь > ателье

  • 4 дом

    дом м 1) το σπίτι жилой \дом η κατοικία многоэтажный \дом η πολυκατοικία 2) (учреж дение) το χτίριο \дом учёных о οίκος του επιστήμονα \дом культуры το σπίτι πολιτισ μού \дом отдыха το σπίτι ανά παυσης, το αναπαυτήριο' \дом пионеров το μέγαρο των πιο νέρων торговый \дом о εμπορι κός είκος \дом для престаре лых το γηροκομείο
    * * *
    м
    1) το σπίτι

    жило́й дом — η κατοικία

    многоэта́жный дом — η πολυκατοικία

    2) ( учреждение) το χτίριο

    дом учёныхο οίκος του επιστήμονα

    дом культу́ры — το σπίτι πολιτισμού

    дом о́тдыха — το σπίτι ανάπαυσης, το αναπαυτήριο

    дом пионе́ров — το μέγαρο των πιονέρων

    торго́вый дом — ο εμπορικός είκος

    дом для престаре́лых — το γηροκομείο

    Русско-греческий словарь > дом

  • 5 издательство

    издательство с о εκδοτικός οίκος, το εκδοτικό
    * * *
    с
    ο εκδοτικός οίκος, το εκδοτικό

    Русско-греческий словарь > издательство

  • 6 модель

    модель ж το μοντέλο, το πρότυπο· дом \модельей о οίκος ( επίδειξης) μόδας
    * * *
    ж
    το μοντέλο, το πρότυπο

    дом моде́лей — ο οίκος (επίδειξης) μόδας

    Русско-греческий словарь > модель

  • 7 общежитие

    общежитие с το κοινόβιο· студенческое \общежитие о φοιτητικός οίκος
    * * *
    с
    το κοινόβιο

    студе́нческое общежи́тие — ο φοιτητικός οίκος

    Русско-греческий словарь > общежитие

  • 8 фирма

    фирма ж η φίρμα; торговая \фирма о εμπορικός οίκος
    * * *
    ж
    η φίρμα

    торго́вая фи́рма — ο εμπορικός οίκος

    Русско-греческий словарь > фирма

  • 9 дома

    επίρ.
    στο σπίτι•

    никого нет дома κανένας δεν είναι στο σπίτι•

    когда вас можно застать дома πότε μπορώ να! σας βρω στο σπίτι.

    εκφρ.
    как дома – όπως στο σπίτι σας (ελεύθερα, άνετα)•
    его нет дома – αυτός δεν είναι στο σπίτι•
    в гостях хорошо, а дома лучшеπαρμ. σπίτι μου σπιτάκι μου και σπιτοκαλυβάκι μου ή ιδία: εστία πάντων άριστος ή οίκος φίλος, οίκος άριστος (αρχ.)• у него не всё дома αυτός δεν είναι στα καλά του (λογικά του).

    Большой русско-греческий словарь > дома

  • 10 издательство

    ουδ.
    εκδοτικός οίκος, το εκδοτικό•

    государственное издательство το κρατικό εκδοτικό•

    частное издательство ιδιωτικός εκδοτικός οίκος.

    Большой русско-греческий словарь > издательство

  • 11 издатель

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > издатель

  • 12 ателье

    ателье
    с нескл. τό ἐργαστήρι[ον]:
    \ателье художника τό ἀτελιέ ζωγράφου, τό ἐργαστήρι τοῦ ζωγράφου; \ателье мод ὁ οίκος μόδας.

    Русско-новогреческий словарь > ателье

  • 13 банкирский

    банкир||ский
    прил τραπεζιτικός:
    \банкирскийская контора τό τραπεζιτικό γραφείο, ὁ τραπεζιτικός οίκος.

    Русско-новогреческий словарь > банкирский

  • 14 дело

    дел||о
    с
    1. (работа, занятие) ἡ δουλειά, ἡ ἀσχολία, ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    у него́ много \делоа ἐχει πολλές δουλειές, εἶναι πολυάσχολος· приниматься за \дело καταπιάνομαι μέ τή δουλειά, καταπιάνομαι μέ τήν ὑπόθεση общественные \делоа οἱ δημόσιες (или οἱ κοινωνικές) ὑποθέσεις· он пошел по \делоам πήγε γιά δουλειά· болтаться без \делоа γυρίζω χασομέρης· у меня дел по горло εἶμαι πνιγμένος στή δουλειά·
    2. (специальность, область знаний) ἡ τέχνη, ἡ ἐπιστήμη, ἡ βιομηχανία:
    военное \дело ἡ πολεμική τέχνη· горное \дело ἡ μεταλλευτική· столярное \дело ἡ ξυλουργική, ἡ ξυλουργία· издательское \дело ἡ ἐκδοτική ἐπιχείρηση, ἡ ἐκδοτική τέχνη· газетное \дело ἡ δημοσιογραφία, ἡ ἐφημεριδογραφία· он мастер своего \делоа εἶναι μάστορας στή δουλειά του·
    3. (предмет, цель забот, интерес) ἡ ὑπόθεση[-ις]:
    это его личное \дело εἶναι δική του δουλειά, εἶναι προσωπική του ὑπόθεση· мне нет \делоа до этого ἐγώ δέν ἀνακατεύομαι σ' αὐτή τήν ὑπόθεσή у мейя к вам \дело ἔχω νά σας μιλήσω· по личному \делоу γιά ἀτομική ὑπόθεση, γιά προσωπικό ζήτημα· правое \дело ἡ δίκαια ὑπόθεση· бороться за \дело мира ἀγωνίζομαι γιά τήν ὑπόθεση της εἰρήνης· \дело чести ζήτημα τιμής·
    4. (вопрос, существо) ἡ ὑπόθεση[-ις], τό πρά(γ)μα, τό ζήτημα:
    суть \делоа ἡ οὐσία της ὑπόθεσης· это к \делоу не относится αὐτό εἶναι ἀσχετο μέ τήν ὑπόθεση·
    5. (деяние, поступок) τό ἐργο[ν]. ἡ πράξη [-ις]:
    доброе \дело ἡ καλή πράξη, это \дело всей его жизни εἶναι ἐργον ὅλης του τής ζωής'
    6. (событие, происшествие)^ ὑπόθεση [-ις], ἡ δουλειά, τό γεγονός:
    загадочное \дело ἡ μυστηριώδης, ἡ αίνιγ-ματική ὑπόθεση· \дело было осенью αὐτό συνέβη τό φθινόπωρο· это \дело прошлое αὐτό ἀνήκει στό παρελθόν
    7. (положение вещей, обстоятельства) τά πρά(γ)-ματα, οἱ δουλειές:
    как ваши \делоа? πῶς πάνε οἱ δουλειές, πῶς πάνε τά πράματα;·
    8. юр. ἡ ὑπόθεση [-ις]:
    гражданское (уголовное) \дело ἡ ἀστική (ή ποινική) ὑπόθεση· возбудить \дело κινώ ἀγωγή, ἐνάγω· выиграть \дело κερδίζω τήν ὑπόθεση, κερδίζω τή δίκη·
    9. канц. ὁ φάκελλος:
    личное \дело ὁ ἀτομικός φάκελλος·
    10. (круг ведения) ἡ ἀρμοδιότητα [-ης], ἡ δικαιοδοσία:
    это \дело прокурату́ры αὐτό ὑπάγεται στήν ἀρμοδιότητα τῆς είσαγγελίας· вмешиваться не в свое \дело ἀνακατεύομαι σέ ξένες ὑποθέσεις·
    11. (предприятие) уст. ἡ ἐπιχείρηση [-ις] / ὁ ἐμπορικός οίκος (фирма)· ◊ \дело вкуса ζήτημα γούστου· в чем \дело? τί συμβαίνει;· не в этом \дело δέν πρόκειται γί αὐτό· это другое \дело εἶναι ἄλλη ὑπόθεση· на \делое στήν πραγματικότητα· в самом \делое πράγματι, πραγματικά, στ' ἀλήθεια, ἀληθώς· то и \дело... ὅλο καί...· первым \делоом πρίν ἀπ' ὅλα, πρῶτα πρῶτα· между \делоом μεταξύ ἀλλων \дело в том, что... τό ζήτημα εἶναι ὀτι.. · говорить \дело (ό)μιλῶ σοβαρά· хорошенькое \дело! ирон. ὠραία δουλειά!· в том то и \дело, что... αὐτό εἶναι ἀκριβώς τό ζήτημα, ὀτι...· ну и \дело с концом! καί μ' αὐτό τελειώσαμε!· виданное ли это \делоΙ ποϋ ξανακούστηκε νά...!· быть не у дел δέν εἶμαι στά πράγματα· \дело мастера боится погов. ἡ κάθε δουλειά θέλει τό μάστορα της.

    Русско-новогреческий словарь > дело

  • 15 издательство

    изда||тельство
    с ὁ ἐκδοτικός οίκος, τό ἐκδοτικό:
    государственное \издательствотельство τό κρατικό ἐκδοτικό.

    Русско-новогреческий словарь > издательство

  • 16 кийжный

    кийжн||ый
    прил τοῦ βιβλίου:
    \кийжный шкаф ἡ βιβλιοθήκη· \кийжныйая полка ἡ ράφι γιά βιβλία· \кийжный магазин τό βιβλιοπωλείο· \кийжныйая торговля τό ἐμπόριο βιβλίων ◊ Книжная палата ὁ οίκος τοῦ βιβλίου· \кийжный червь ὁ βιβλιοσκώληξ, ἡ βιβλιόφθειρα.

    Русско-новогреческий словарь > кийжный

  • 17 книгоиздательство

    книго||издательство
    с ὁ ἐκδοτικός οίκος.

    Русско-новогреческий словарь > книгоиздательство

  • 18 отдых

    отдых
    м ἡ ἀνάπαυση [-ις], ἡ ήσυχία, ἡ ἀνάπαυλα / ἡ ἀνακούφιση (передышка):
    дом \отдыха τό ἀναπαυτήριο, ὁ οίκος ἀναπαύσεως· день \отдыха ἡ ήμερα σχόλης (или ἀναπαύσεως)· право на \отдых τό δικαίωμα τής ἀνάπαυσης.

    Русско-новогреческий словарь > отдых

  • 19 публичный

    публичн||ый
    прил δημόσιος:
    \публичныйая библиотека ἡ δημοσία βιβλιοθήκη· \публичныйая лекция ἡ διάλεξη γιά τό κοινό, ἡ δημοσία διάλεξη· ◊ \публичныйая женщина ἡ πόρνη, ἡ δημόσια· \публичныйый дом οίκος ἀνοχής· \публичныйые торги ἡ δημοπρασία.

    Русско-новогреческий словарь > публичный

  • 20 терпимость

    терпи́м||ость
    ж ἡ ἀνοχή, ἡ ἀνεκτικότητα/ ἡ ἐπιείκεια (снисходительность):
    религиозней \терпимостьость ἡ ἀνεξιθρησκείά ◊ дом \терпимостьости ὁ οίκος ἀνοχής.

    Русско-новогреческий словарь > терпимость

См. также в других словарях:

  • οἶκος — house masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • οίκος — ο 1. οικία, σπίτι, σπιτικό, οίκημα. 2. γένος, οικογένεια, γενιά, σόι, τζάκι: Κατάγεται από τον οίκο των Σούτσων. 3. μεγάλη οργανωμένη εμπορική επιχείρηση: Εκδοτικός οίκος. 4. (εκκλησ.), τροπάρι. 5. φρ., «οίκος Θεού», ο ναός· «οίκος τυφλών»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰκός — ἔοικα as perf part act neut nom/voc/acc sg (ionic) εἰκός like truth perf part act neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανοχής, οίκος — Βλ. λ. πορνεία …   Dictionary of Greek

  • Λευκός Οίκος — (White House). Συμβατική ονομασία της επίσημης κατοικίας του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1792 και 1800 στη σημερινή λεωφόρο Πενσιλβάνια 1600 της πρωτεύουσας της χώρας Ουάσινγκτον. Τα σχέδια εκπόνησε ο ιρλανδικής καταγωγής… …   Dictionary of Greek

  • Λουξεμβούργου, οίκος του- — Βασιλική οικογένεια της Ευρώπης. Έλαβε την ονομασία της από τον πύργο Λίτσελμπουργκ, ο οποίος βρισκόταν στο δουκάτο της Λορένης. Ο πρώτος που έλαβε το όνομα αυτό ήταν ο Ζίγκφριντ, το 963, πρώτος κόμης του Λουξεμβούργου. Η γραμμή αρρενογονίας… …   Dictionary of Greek

  • οἶκοι — οἶκος house masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶκον — οἶκος house masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Liste griechischer Phrasen/Iota — Iota Inhaltsverzeichnis 1 Ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· 2 ἰδιώτης …   Deutsch Wikipedia

  • κάτοικος — ο, η (ΑΜ κάτοικος) αυτός που έχει την κατοικία του σ έναν τόπο, αυτός που διαμένει σε κάποιο τόπο (α. «είναι μόνιμη κάτοικος Θεσσαλονίκης» β. «Θρᾳκῶν και Γαλατῶν πλήθος, ἐκ μὲν τῶν κατοίκων καὶ τῶν ἐπιγόνων», Πολ.) αρχ. (το αρσ. πληθ.) οἱ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»