-
1 ξυλοχος
См. также в других словарях:
ξύλοχος — ξύλοχος, ἡ (ΑΜ) 1. τόπος γεμάτος δένδρα 2. λόχμη, πυκνό δάσος, ιδίως ως κατοικία άγριων ζώων («ἐν ξυλόχῳ... κρατεροῑο λέοντος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. έχει προέλθει από αμάρτυρο *ξυλόλοχος με απλολογία (< ξύλον + λόχος*), δηλ. «φωλιά που … Dictionary of Greek
ξύλοχος — thicket fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλόχοιο — ξύλοχος thicket fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλόχοις — ξύλοχος thicket fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλόχοισι — ξύλοχος thicket fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλόχοισιν — ξύλοχος thicket fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλόχου — ξύλοχος thicket fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλόχους — ξύλοχος thicket fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλόχων — ξύλοχος thicket fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυλόχῳ — ξύλοχος thicket fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύλοχοι — ξύλοχος thicket fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)