Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ξύλοχος

См. также в других словарях:

  • ξύλοχος — ξύλοχος, ἡ (ΑΜ) 1. τόπος γεμάτος δένδρα 2. λόχμη, πυκνό δάσος, ιδίως ως κατοικία άγριων ζώων («ἐν ξυλόχῳ... κρατεροῑο λέοντος», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. έχει προέλθει από αμάρτυρο *ξυλόλοχος με απλολογία (< ξύλον + λόχος*), δηλ. «φωλιά που …   Dictionary of Greek

  • ξύλοχος — thicket fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλόχοιο — ξύλοχος thicket fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλόχοις — ξύλοχος thicket fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλόχοισι — ξύλοχος thicket fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλόχοισιν — ξύλοχος thicket fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλόχου — ξύλοχος thicket fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλόχους — ξύλοχος thicket fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλόχων — ξύλοχος thicket fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλόχῳ — ξύλοχος thicket fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξύλοχοι — ξύλοχος thicket fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»