-
1 ξέσμα
ξέσμα, τό, das Abgeschabte, Abgelratzte; ξέσματα κέρατος, S. Emp. pyrrh. 1, 129; Damostrat. epigr. (IX, 328); Hesych. erkl. ξόανον.
-
2 ξεσμα
- ατος τό1) оскребок, стружка(ξέσματα κέρατος Sext.)
2) вырезанный знак, pl. выгравированная надпись Anth. -
3 ξέσμα
ξέσμαthat which is smoothed: neut nom /voc /acc sg -
4 ξέσμα
ξέσμα, τό, das Abgeschabte, Abgekratzte -
5 ξέσμα
το см. ξύσμα -
6 ξέσμα
-
7 κατά-ξεσμα
κατά-ξεσμα, τό, bei Suid. Erkl. von μύγμα.
-
8 ξεσμάτων
ξέσμαthat which is smoothed: neut gen pl -
9 ξέσμασι
ξέσμαthat which is smoothed: neut dat pl -
10 ξέσματα
ξέσμαthat which is smoothed: neut nom /voc /acc pl -
11 ξέσματι
ξέσμαthat which is smoothed: neut dat sg -
12 ξέσματος
ξέσμαthat which is smoothed: neut gen sg -
13 ξεσμός
-
14 ἀπόξεσμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόξεσμα
См. также в других словарях:
ξέσμα — that which is smoothed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξέσμα — το (Α ξέσμα) αυτό που αφαιρείται με απόξεση, με ξύσιμο, ξύσμα, απόξεσμα, περίτριμμα αρχ. 1. το αποτέλεσμα τού ξέω, αυτό που λειάνθηκε 2. (κατά τον Ησύχ.) «ξόανον» 3. αμυχή, χαραγή 4. η λιθογλυφία 5. απόξεση 6. μτφ. α) οργή, ερεθισμός β) πρόκληση … Dictionary of Greek
ξεσμάτων — ξέσμα that which is smoothed neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξέσμασι — ξέσμα that which is smoothed neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξέσματα — ξέσμα that which is smoothed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξέσματι — ξέσμα that which is smoothed neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξέσματος — ξέσμα that which is smoothed neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεσμοσαρκία — ξεσμοσαρκία, ἡ (Μ) κομμάτι που λαμβάνεται με ξύσιμο από τη σάρκα, ξέσμα από σάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξέσμα + σάρξ, σαρκός] … Dictionary of Greek
κατάξεσμα — κατάξεσμα, τὸ (Α) [καταξέω] κατάξυσμα*, μικρό κομμάτι, ξέσμα, ρίνισμα, πελεκούδι … Dictionary of Greek
ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… … Dictionary of Greek
ξυσμάτιον — ξυσμάτιον, τὸ (Α) [ξύσμα] (υποκορ. τού ξύσμα) 1. μικρό κομμάτι κρέατος που έχει αποκοπεί με ξύσιμο, ξέσμα 2. φρ. «ξυσμάτιον οθόνης» το ξαντό … Dictionary of Greek