Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ξύμβουλος

См. также в других словарях:

  • ξύμβουλος — σύμβουλος , σύμβουλος adviser masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμβουλος — ο, η / σύμβουλος ΝΜΑ αυτός που δίνει συμβουλές, που κάνει υποδείξεις (α. «νομικός σύμβουλος» β. «τεχνικός σύμβουλος» γ. «καί μοι γενοῡ ξύμβουλος», Αριστοφ. δ. «τίς ἔγνω νοῡν κυρίου καὶ τίς αὐτοῡ σύμβουλος ἐγένετο», ΠΔ) νεοελλ. 1. μέλος συμβουλίου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»