1 ξύλημα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ξύλημα
2 ξυλίνη
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ξυλίνη
3 ξύλωμα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ξύλωμα
ξύλημα — το το σύνολο τών στοιχείων που συγκροτούν το ξύλο τών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. xylem (< ξύλο)] … Dictionary of Greek