-
1 ξόαν'
ξόανα, ξόανονimage carved: neut nom /voc /acc pl -
2 ξόανον
-
3 ξοανηφόρος
ξοᾰν-ηφόρος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξοανηφόρος
-
4 ξοάνιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξοάνιον
См. также в других словарях:
ξόαν' — ξόανα , ξόανον image carved neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… … Dictionary of Greek