Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ξυρήκης

См. также в других словарях:

  • ξυρήκης — keen as a razor masc/fem acc pl (attic epic doric) ξυρήκης keen as a razor masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ξυρήκης keen as a razor masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυρήκης — ξυρήκης, ες (Α) 1. οξύς, κοφτερός σαν ξυράφι («αἱ δὲ λόγχαι αὐτῶν εὐπλατεῑς καὶ ξυρήκεις», Πολυδ.) 2. (σε παθ. σημ.) ξυρισμένος μέχρι το δέρμα 3. ξυρήσιμος* 4. φρ. «κουρά ξυρήκης» κούρεμα σύρριζα, μέχρι το δέρμα, ως ένδειξη μεγάλου πένθους.… …   Dictionary of Greek

  • ξυρήκει — ξυρήκης keen as a razor masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ξυρήκης keen as a razor masc/fem/neut dat sg ξυρήκεϊ , ξυρήκης keen as a razor dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυρῆκες — ξυρήκης keen as a razor masc/fem voc sg ξυρήκης keen as a razor neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυρήκεις — ξυρήκης keen as a razor masc/fem acc pl ξυρήκης keen as a razor masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακή — (I) ἀκὴ, η (Α) αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα *ακ που σήμαινε «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός». Με την ίδια ρίζα συνδέονται πολλές λέξεις τής Ελληνικής, όπως ἄκρος, ἄκων, ἀκόντιον, ἀκμή, ἀκόνη κ.ά. Αντίθετα προς τη λ. ἀκή, που σώθηκε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»