Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ξυροδόκη

См. также в других словарях:

  • ξυροδόκη — και ξυροδόχη, ἡ (Α) η θήκη τού ξυραφιού, η ξυραφοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + δόκη / δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόκη / καπνοδόχη] …   Dictionary of Greek

  • ξυροδόκη — razor case fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυροδόκην — ξυροδόκη razor case fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυροδόκης — ξυροδόκη razor case fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυροδόχη — ξυροδόχη, ἡ (Α) βλ. ξυροδόκη …   Dictionary of Greek

  • ξυροθήκη — ξυροθήκη, ἡ (Α) ξυροδόκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + θήκη] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»